Στο πρόσφατο βιβλίο μου με τίτλο «ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ. Αλφάβητο – γραφή – ορθογραφία» (304 σελ., 81 πίνακες, 18 εικόνες) εξηγώ τι προσέφερε η δημιουργία τού ελληνικού αλφαβήτου στην αποτύπωση, τη διάδοση και τη διατήρηση τού ελληνικού πολιτισμού μέσω τού γραπτού λόγου, μέσω των κειμένων
Πηγή: Protagon.gr
Ο Γαλιλαίος, στον Διάλογό του, περιγράφει με θαυμασμό την επινόηση από τον άνθρωπο ενός μέσου με το οποίο μεταδίδει «τις πιο κρυφές του σκέψεις σε οποιοδήποτε άλλο άτομo με δυσκολία όχι μεγαλύτερη από αυτή που δημιουργούν οι συνδυασμοί εικοσιτεσσάρων μικρών χαρακτήρων πάνω σε μια κόλλα χαρτί. Αυτή είναι η πιο μεγάλη ανακάλυψη τού ανθρώπου». Προφανώς, ο Γαλιλαίος αναφέρεται στην αλφαβητική γραφή, την ελληνική ή και τη λατινική (που προήλθε από την Ελληνική).
Στο πρόσφατο βιβλίο μου που κυκλοφορήθηκε πριν από δύο μήνες από το «Κέντρο Λεξικολογίας» με τίτλο «ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ. Αλφάβητο – γραφή – ορθογραφία» (304 σελ., 81 πίνακες, 18 εικόνες) εξηγώ τί προσέφερε η δημιουργία τού ελληνικού αλφαβήτου, τού πρώτου πραγματικού συστηματικού αλφαβήτου, στην αποτύπωση, τη διάδοση και τη διατήρηση τού ελληνικού πολιτισμού μέσω τού γραπτού λόγου, μέσω των κειμένων.
Ο ελληνικός πολιτισμός υπήρξε πολιτισμός τού γραπτού λόγου. Στηρίχθηκε και υποστηρίχθηκε από τη γραπτή διατύπωση των διανοητικών και πνευματικών κατακτήσεων που αποτέλεσαν την ουσία, τα επιτεύγματα και τις μεγάλες στιγμές του. Τα διανοήματα των Ελλήνων φιλοσόφων, των επιστημόνων, των ιστορικών, των πολιτικών, των ρητόρων, καθώς και η ποίηση, τα θεατρικά έργα των μεγάλων δημιουργών, οι αποφάσεις και οι νόμοι τής Πολιτείας και των θεσμικών οργάνων και αργότερα η διδασκαλία τού Ευαγγελίου και των Πατέρων τής Εκκλησίας, όλα μαζί με πλήθος άλλων πνευματικών δραστηριοτήτων δηλώθηκαν, διατηρήθηκαν, διαδόθηκαν και διασώθηκαν μέσω τής γραφής. Δικαιούμεθα να ισχυριστούμε ότι, αν οι Έλληνες δεν είχαν αποκτήσει τόσο νωρίς το προνόμιο τής γραφής, αν δεν είχαν δημιουργήσει το θαυμαστό σε σύλληψη και λειτουργικότητα ελληνικό αλφάβητο, ο ελληνικός πολιτισμός όχι μόνο δεν θα είχε ευδοκιμήσει και διαδοθεί, αλλά και θα παρέμενε άγνωστος σε εμάς και στον κόσμο γενικότερα, με ό,τι αυτό θα σήμαινε για την ίδια τη δημιουργία τού ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Δεν ήταν δε μόνο η γνώση τής γραφής καθ’ εαυτήν που ευνόησε την καταγραφή και την ανάπτυξη τού ελληνικού πολιτισμού. Εξίσου σημαντικό υπήρξε το γεγονός ότι για τη γραπτή έκφραση τού ελληνικού πολιτισμού επινοήθηκε ένας τρόπος αποτύπωσης τού προφορικού λόγου, δηλαδή ένα αλφάβητο, που από τη δομή και τη λειτουργία του μπορούσε να υπηρετήσει τη γραφή με θαυμαστό τρόπο. Επινοήθηκε και καλλιεργήθηκε ένα πραγματικό αλφάβητο που καθοριστικά χαρακτηριστικά του ήταν η οικονομική του διάρθρωση (αποτελείτο από μόλις 24 γράμματα), η λειτουργικότητά του (δήλωνε και τα φωνήεντα στα οποία εύκολα μπορούν να προστεθούν τα σύμφωνα, ώστε να απαρτισθούν οι συλλαβές που συνιστούν την απαραίτητη βάση κάθε λέξης) και, ως εκ τούτου, η εύκολη εκμάθηση και η ευρύτερη χρήση και διάδοσή του. Υπό αυτή την έννοια το ελληνικό αλφάβητο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «το πιο δημοκρατικό αλφάβητο».
Τα χαρακτηριστικά αυτά προσέδωσαν στο ελληνικό αλφάβητο μοναδική θέση σε όλα τα συστήματα γραφής, που έχουν επινοηθεί παγκοσμίως για όλες τις γλώσσες. Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι από το ελληνικό αλφάβητο προήλθε (πιθανώς μέσω των Ετρούσκων) το λατινικό αλφάβητο, εξέλιξη τού δυτικού ελληνικού αλφαβήτου τής Χαλκίδας, το οποίο κυριαρχεί σήμερα ως έκφραση τού γραπτού λόγου των περισσοτέρων γλωσσών τού ευρωπαϊκού πολιτισμού και δι’ αυτών ως γραπτή έκφραση ποικίλων άλλων λαών (Αμερικανών, Αυστραλών, Καναδών, ορισμένων Ασιατών κ.ά.).
Ο καθηγητής David Diringer (Καίμπριτζ), αυθεντία στη μελέτη τής γραφής ανά τον κόσμο, έχει πει: «Στην ιστορία τής αλφαβητικής γραφής καθοριστική υπήρξε η συμβολή των Ελλήνων. Όλα τα αλφάβητα που χρησιμοποιούνται σήμερα στην Ευρώπη τελούν σε άμεση ή έμμεση σχέση με το αρχαίο ελληνικό. […] (οι Έλληνες) ανέπτυξαν (το αλφάβητο) σε τέτοιο βαθμό, ώστε επί τρεις χιλιάδες χρόνια απετέλεσε το πιο πρόσφορο όχημα για την έκφραση των σκέψεων και την επικοινωνία ανθρώπων όλων των φυλών, των θρησκευτικών πεποιθήσεων και των γλωσσών».
Ο μελετητής τής γραφής στον ελλαδικό χώρο δεν μπορεί παρά να σταθεί μπροστά στο γεγονός ότι κάποτε περί το 1200 π.Χ. οι Έλληνες εγκαταλείπουν τη συλλαβογραφική γραφή που χρησιμοποιούσαν από τον 15ο αιώνα, τη γνωστή γραμμική γραφή Β΄, για να περάσουν σε ένα άλλο σύστημα γραφής, που προφανώς δεν είχε τις ατέλειες και τις δυσκολίες ενός συλλαβογραφικού συστήματος. Και μόνο το γεγονός αυτό εκπλήσσει ως απόφαση, όποτε και από όποιους ελήφθη (και τα δύο δεν είναι γνωστά), δοθέντος ότι τέτοιες αλλαγές αποτελούν μείζονα ζητήματα. Ωστόσο, αν κρίνουμε από το μέγα πολιτισμικό γεγονός και το όφελος που προήλθε από την υιοθέτηση και δημιουργία ενός αλφαβήτου με τα πλεονεκτήματα τού ελληνικού, δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε την τόλμη και τη διορατικότητα όσων πήραν την πρωτοβουλία για τέτοια «ανατρεπτική» μετάβαση.
Η ανάπτυξη, η έκταση χρήσεως και η κυριαρχία αυτού τού νέου αλφαβήτου δικαιώνει πανηγυρικώς όσους το αποτόλμησαν. Βεβαίως, ας σημειώσουμε επ’ ευκαιρία ότι το μεγάλο μυστήριο στη διαδρομή τής γραπτής παράδοσης στην Ελλάδα παραμένει το χρονικό διάστημα τεσσάρων αιώνων (από τον 12ο μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ.), κατά το οποίο δεν έχουν ακόμη βρεθεί γραπτά κείμενα. Τέτοια κείμενα ίσως ανακαλυφθούν στο μέλλον ή ίσως έχουν για πάντα χαθεί λόγω τής υφής τού υλικού στο οποίο γράφτηκαν (πήλινες πινακίδες, ξύλο κ.λπ.).
Αξίζει να εξαρθεί, επίσης, το γεγονός ότι στον ελληνικό χώρο η γραφή με τη χρήση τού ελληνικού αλφαβήτου δεν υπήρξε αποκλειστικό κτήμα μικρής ομάδας ανθρώπων (ιερέων, λογίων κ.ά.). Συνέστησε εξαρχής αντικείμενο αξιοποίησης από τον δήμο, όσων δηλαδή ήταν θεσμικά εντεταλμένοι να καταγράφουν αποφάσεις, ψηφίσματα, νόμους κ.λπ. τής Πολιτείας (τής αρχαίας πόλεως-κράτους), αλλά συγχρόνως και μέσο διδασκαλίας, καθώς και γραφής έργων ποίησης, θεάτρου, φιλοσοφίας, επιστήμης. Έτσι συγκροτήθηκαν τα πρώτα βιβλία και οι πρώτες βιβλιοθήκες ήδη στην αρχαιότητα, αφού η αλφαβητική γραφή –εύκολη, προσιτή και οικονομική όπως ήταν– αποτέλεσε πλέον κύριο όχημα αποτύπωσης τής σκέψης, των αναγκών επικοινωνίας, τής παιδείας και τού πολιτισμού γενικότερα.
Ο Eric Havelock (καθηγητής φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια τού Χάρβαρντ και τού Γέιλ) εκτίμησε τη σημασία τού ελληνικού αλφαβήτου ευρύτερα για τον πολιτισμό λέγοντας: «Η επινόηση τού ελληνικού αλφαβήτου, σε αντίθεση με όλα τα προηγούμενα συστήματα περιλαμβανομένου τού φοινικικού, στοιχειοθέτησε στην ιστορία τού ανθρώπινου πολιτισμού ένα γεγονός, η σπουδαιότητα τού οποίου δεν έχει ακόμη γίνει πλήρως αντιληπτή. Η εμφάνισή του διαχωρίζει όλους τους προελληνικούς πολιτισμούς από τους μεθελληνικούς».
Ελκυστική και πολύ διδακτική για την ιστορία τής γραφής είναι και η ιστορία κάθε γράμματος από τα 24 τού αλφαβήτου μας. Δείχνει ότι και σχεδιαστικά (ως προς τη μορφή τού γράμματος) και, κυρίως, ως προς τη φωνητική τους αξία ένα-ένα τα γράμματα τού αλφαβήτου μας έχει τη δική του ιστορία. Το γράμμα Η λ.χ. δήλωνε αρχικά στο αττικό αλφάβητο το δασύ πνεύμα (είναι αυτό που βρίσκουμε σε ξένες λέξεις δάνεια από την Ελληνική να έχει περάσει ως h: Hellas, hellenic, hero, harmony, hemisphere, hematocrit κ.λπ.), ενώ στο ιωνικό αλφάβητο δήλωνε το μακρό ε («Ίωνες ψιλωτικοί —δεν προέφεραν το δασύ πνεύμα—, Αττικοί δασυντικοί»), απ’ όπου το 400 π.Χ. υιοθετήθηκε να δηλώνει το μακρό ε και στο αττικό αλφάβητο. Αργότερα το μακρό ε ιωτακίστηκε και έτσι το Η έφτασε να δηλώνει κι αυτό τον φθόγγο [i], όπως και το Υ που ξεκίνησε κατά διαλέκτους ως [u] και [ü] και κατέληξε σε [i] ή όπως οι δίφθογγοι ει, οι και υι που πρώτα μονοφθογγίσθηκαν και μετά ιωτακίστηκαν.
Όλα αυτά μαζί με τα θέματα γραφής (μονοτονικής – πολυτονικής, χειρόγραφης – ηλεκτρονικής, αισθητικής και ηθικής τής γραφής) και ορθογραφίας (ιστορικής-ετυμολογικής και φωνητικής, ορθογραφικών ρυθμίσεων και απλοποιήσεων, χρήσης των σημείων στίξεως κ.ά.) αντιμετωπίζονται συστηματικά, πάντοτε με τη μόνιμη μέριμνα τού γράφοντος να διαβάζονται και να είναι κατανοητά από κάθε αναγνώστη. Σε αυτό βέβαια βοηθεί το πλήθος των εποπτικών πινάκων και εικόνων πού πλαισιώνουν το βιβλίο μαζί με μια επιλεκτική βιβλιογραφία για όσους θέλουν να διευρύνουν τις γνώσεις τους επί τού θέματος.
Γεώργιος Μπαμπινιώτης 15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019.
Πηγή: Protagon.gr