Σε ένα ταξίδι στον λαβύρινθο της γλώσσας παρασύρει τον αναγνώστη το νέο πόνημα του καθηγητή Γλωσσολογίας, ενός ανθρώπου που έχει ταυτιστεί στη συνείδηση του κοινού με την ελληνική γλώσσα – Τι λέει στο protothema.gr
Πηγή: protothema.gr
10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2023, Ελευθερία Κόλλια
Στον πρόλογο του «Λεξικού κυρίων ονομάτων», ο καθηγητής Μπαμπινιώτης αναφέρει μια καταφανώς αληθή πρόταση, τόσο αληθή και αυτονόητη ώστε να παραγνωρίζεται εντελώς και να λησμονείται σε κάθε συζήτηση περί γλώσσας, γραμματικής κ.ο.κ.: «Ονόματα είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούμε στη γλώσσα για να δηλώσουμε κάθε τι που αποτελεί τον κόσμο μας, τον κόσμο της πραγματικότητας (real world)». Απλούστερα δεν θα μπορούσε κάποιος να το εκφράσει, συνδέοντας τις λέξεις και τα συστατικά του εξωτερικού κόσμου -δηλαδή τα πρόσωπα, τα πράγματα, τους τόπους και, γενικότερα, οτιδήποτε συγκεκριμένο ή και απολύτως μοναδικό.
Γι’ αυτή την μοναδικότητα -πραγματική ή ενδεχόμενη- των ονομάτων, ο καθηγητής Μπαμπινιώτης πιστεύει πως όφειλε στους Έλληνες ένα ξεχωριστό λεξικό. Και ίσως γι’ αυτό ακριβώς, καθώς συστήνει στο κοινό το νέο πνευματικό παιδί του, το πιο πρόσφατο πόνημα του Κέντρου Λεξικολογίας, ο Γιώργος Μπαμπινιώτης, σπεύδει να υπογραμμίσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του: «Θεωρώ ότι αυτό το βιβλίο, το Λεξικό Κυρίων Ονομάτων, είναι ένα αντικείμενο γλωσσικής απόλαυσης -και για εμένα τον ίδιον ακόμη. Διότι έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους και τόπους. Τα πάντα είναι περιβεβλημένα με ένα όνομα».
Ο καθηγητής Μπαμπινιώτης, μια προσωπικότητα ταυτισμένη στη συνείδηση του κοινού με την έγνοια για την ελληνική γλώσσα, τη γνώση αλλά και το σεβασμό γι’ αυτό τον ζώντα και διαρκώς εξελισσόμενο πυλώνα της ελληνικής ταυτότητας, ανοίγει το ολοκαίνουργιο λεξικό του σε μια τυχαία σελίδα. Και διαβάζει το κείμενο κάτω από ένα εξίσου τυχαίο κύριο όνομα: «Βαρυμπόμπη: Ο συνοικισμός του δήμου Αχαρνών στη ΒΑ. Αττική πήρε το όνομά του από το επώνυμο Βαριμπό(μ)πης. Προέρχεται από το αρβανίτικο επώνυμο Varibobi/Varibopi, το οποίο ανάγεται στο σλαβικό *Varibobb ‘μάγειρας οσπρίων’. Η γραφή με -υ- οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση με το επίθετο βαρύς. Το *Varibobb «μάγειρας οσπρίων» ακολουθεί συγκεκριμένο σχήμα σύνθεσης των σλαβικών γλωσσών με προστακτική + αντικείμενο (πβ. βουλγαρικό vari bob «βράσε φασόλια», στο οποίο αντιστοιχεί το ελληνικό βράσε ρύζι/όρυζα, που χρησιμοποιείται ως στερεότυπη έκφραση απογοήτευσης). Βλέπε και ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 31 (Αρβανίτικα τοπωνύμια στην Ελλάδα)».
Ο αναγνώστης που ανατρέχει στο κύριο όνομα Βαρυμπόμπη, αφού λάβει την πληροφορία που χρειάζεται, αποκλείεται να μην ρίξει μια ματιά, έστω και φευγαλέα ή αφηρημένη, στο λεκτικό περιβάλλον. Στην ακριβώς διπλανή στήλη από εκείνη της Βαρυμπόμπης, φερ’ ειπείν, υπάρχει το λήμμα για τη Βάρκιζα: «Βάρκιζα – Το όνομα τού νοτιοανατολικού προαστίου της Αθήνας στον Σαρωνικό προέρχεται από το αλβανικό Varkëza ‘τόπος με βάρκες’, από το αλβανικό varkëa, το οποίο ανάγεται στο μεσαιωνικό βάρκα». Αλλά, ω της συμπτώσεως, εφόσον η Βαρυμπόμπη και η Βάρκιζα μοιράζονται κοινή, αρβανίτικη, καταγωγή, πώς μπορεί ένας αναγνώστης να μην υποκύψει στον πειρασμό να ανατρέξει στο Παράρτημα 31 του Λεξικού Κυρίων Ονομάτων, όπου και έχουν συγκεντρωθεί ομοειδή ονόματα
Κι από εδώ και πέρα το σαφάρι των λέξεων, η περιπλάνηση στην ετυμολογία και την ιστορική διαδρομή των ονομάτων, γίνεται συναρπαστική: «Τα Λιόσια πήραν το όνομά τους από το αρβανίτικο επώνυμο Λιόσης (LJoshe)» αναφέρεται στο οικείο κεφάλαιο για τα αρβανίτικης καταγωγής τοπωνύμια -τα οποία είναι πολύ περισσότερα από όσο τείνει να φαντάζεται κάποιος. Εξηγείται, δε, το γιατί πολλά εξ αυτών έχουν μόνο πληθυντικό: «Τα Σπάτα οφείλουν το όνομά τους στον πολέμαρχο Γκιν Μπούα Σπάτα (αρβανίτικο Gjin Bua Shpata· το επώνυμο από την αλβανική λέξη shpata «σπαθιά»), που έδρασε στην Αιτωλία τον 14ο και 15ο αιώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω της κατάληξης τα ονόματα Λιόσια και Σπάτα κατανοήθηκαν ως τύποι πληθυντικού)».
Κάπως έτσι λειτουργεί το Λεξικό των Ονομάτων, σαγηνεύοντας και παρασύροντας τον αναγνώστη στο λαβύρινθο της καταγωγής των λέξεων. Εξάλλου, όπως σημειώνει ο καθηγητής Μπαμπινιώτης στον πρόλογο του Λεξικού «το κύριο όνομα αποτελεί ‘γλωσσική ταυτότητα’ για ανθρώπους και τόπους, γι’ αυτό και είναι καθοριστικής σημασίας στην ζωή των ατόμων και των λαών. Με τη γέννηση ενός παιδιού (μερικές φορές και πριν ακόμη) καθορίζεται το όνομά του, το ‘βαφτιστικό’ για τους Χριστιανούς. Ομοίως κατά την εγκατάσταση, κατοίκηση ή χρήση ενός γεωγραφικού τόπου καθορίζεται η ονομασία του, το ‘τοπωνύμιο’ με το οποίο θα γίνεται αναφορά σε αυτό».
«Ο απλός άνθρωπος» λέει ο Γιώργος Μπαμπινιώτης στο protothema.gr, «κάποιος που δεν έχει εξειδικευμένη σχέση με τη γλώσσα και δεν έχει δουλέψει με τέτοια πράγματα, όποιος τόπος, περιοχή κ.λπ. του έρθει στη σκέψη, στη δουλειά του, την ομιλία του, την καθημερινότητά του κ.λπ. ή τα ονόματα, ανοίγοντας αυτό το Λεξικό μπορεί να βρει, όχι απλώς πληροφορία, αλλά μία προσέγγιση που συχνά γεννά εκπλήξεις. Ενίοτε και καταπλήξεις -αλλά κυρίως εκπλήξεις».
Ο διαπρεπής -και σίγουρα ο πλέον αναγνωρίσιμος- Έλληνας καθηγητής της γλωσσολογίας, επισημαίνει περαιτέρω ότι «ένα λεξικό μπορεί να είναι ένα ‘κρύο’ πράγμα, όταν ψάχνεις συγκεκριμένα μια λέξη, τη σημασία της κ.λπ. Είναι επίσης και δεσμευτικό, γιατί σου λέει και πώς θα χρησιμοποιήσεις τη λέξη, το λεξικό απευθύνει μια πνευματική προειδοποίηση, να μην ξεφύγεις.
»Όμως, ένα λεξικό Κυρίων Ονομάτων έχει έναν άλλο χαρακτήρα: Σου αποκαλύπτει το μυστήριο της προέλευσης των ονομάτων, είτε τόπων, είτε ανθρώπων. Πάντως, πολλοί που το έχουν πάρει στα χέρια τους, μου εκμυστηρεύονται ότι το απολαμβάνουν διαβάζοντάς το, όχι όπως ένα οποιοδήποτε λεξικό, αλλά σαν βιβλίο. Αυτό ήταν κατά βάθος και το δικό μου κίνητρο, να δώσω την πληροφορία, διότι το όνομα είναι ταυτότητα. Ολη η ιστορία πχ με τα Σκόπια ήταν η διεκδίκηση ονόματος. Και εφόσον το όνομα είναι ταυτότητα, ήταν ένας λαός που διεκδικούσε την ταυτότητά του».
Ο Μπαμπινιώτης πιστεύει ότι «το Λεξικό των Κυρίων Ονομάτων είναι μια σειρά, μια συνεχής ροή εκπλήξεων. Είναι το λεξικό των εκπλήξεων, διότι κάθε όνομα τόπου ή ανθρώπου, έχει τη δική του ιστορία. Για κάποιες άλλες λέξεις, με βάση τη γνώση που έχουμε ως τώρα για τη γλώσσα, μπορούμε να εικάσουμε από πού προέρχονται και τι ακριβώς σημαίνουν. Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιογια τις ονομασίες, καθώς τα κύρια ονόματα δεν έχουν δημιουργηθεί όλα με την ίδια λογική».
» Ας δούμε, φερ’ ειπείν, το όνομα ‘Αλέξανδρος’. Στο Λεξικό, γράφει ότι το όνομα του μεγάλου στρατηλάτη είναι αρχαιότατο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το θηλυκό ‘Αλεξάνδρα’ απαντά ήδη σε μυκηναϊκές πινακίδες: A-re-ka-sa-da-ra. Προέρχεται από το θέμα αλεξ- του ρήματος αλέξω ‘αμύνομαι, υπερασπίζω, απωθώ’ (πβ. αλεξι-κέραυνο, αλεξί-σφαιρος κ.α.) και το ουσιαστικό ανήρ, ανδρός, οπότε όνομα Αλέξανδρος θα σήμαινε ‘υπερασπιστής, προστάτης των ανθρώπων’. Άρα ο Αλέξανδρος είναι αυτός που προστατεύει τους άνδρες, δηλαδή τους ανθρώπους. Είναι ένα όνομα-πεπρωμένο. Για τις μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας, αυτό δεν είναι τυχαίο. Και ευρύτερα, σε όποια σελίδα και αν ανοίξεις το Λεξικό των Ονομάτων, θα βρεις μια πνευματική περιπέτεια της γλώσσας. Και αυτό είναι το ευχάριστο, διότι ανακαλύπτεις ότι η ζωή μας δεν είναι μια τυχαιότητα, μια ροή απλών συμπτώσεων. Κάποια πράγματα συνέχονται, υπάρχει μια μορφή συνοχής και συνέχειας».
Η «δεξαμενή λέξεων» που έδωσε 10 λεξικά
Σε ό,τι αφορά στο αμιγώς τεχνικό κομμάτι, δηλαδή το πώς συντάχθηκε το Λεξικό των Ονομάτων, ο καθηγητής Μπαμπινιώτης εξηγεί ότι οι δημιουργοί του, εκτός από τον ίδιον, είναι μια πολύ μικρή ομάδα ανθρώπων. Επί της ουσίας πρόκειται για μόλις δύο διαπρεπείς μαθητές του, οι οποίοι όμως άντλησαν το υλικό από τη «δεξαμενή λέξεων» που έχει δημιουργήσει το Κέντρο Λεξικολογίας, εδώ και περίπου 30 χρόνια αποθησαύρισης λέξεων και φράσεων της ελληνικής γλώσσας.
«Σε τέτοια έργα» επισημαίνει ο Γιώργος Μπαμπινιώτης, «επενδύεις και αξιοποιείς τη δουλειά που έχει γίνει προηγουμένως. Στο Κέντρο Λεξικολογίας έχουμε αρχεία λέξεων, ετυμολογίας, γραμματικής, σημασίας -τα πάντα, διότι όλα ξεκινούν από το Μεγάλο Λεξικό της Νέας Ελληνικής, του 1998. Γι’ αυτό και λέμε ότι στα λεξικά δεν ξεκινάμε από το μηδέν, σαν να συγκροτούσαμε μια ομάδα για να φτιάξουμε το εκάστοτε λεξικό από την αρχή. Έχουμε τα αρχεία μας, σε ηλεκτρονική μορφή -και εδώ αξίζει αναγνώριση και απόδοση τιμής στην τεχνολογία και την πληροφορική, διότι όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν σε ορατό χρόνο εάν δεν υπήρχε η δυνατότητα της έκφρασης, αποτύπωσης και της επεξεργασίας με τους υπολογιστές. Οπότε, με την τεχνολογία που μας βοηθάει πολύ, καθώς και με τα προηγούμενα αρχεία τα οποία έχουμε συγκεντρώσει χάρη στη συνεχή ενασχόλησή μας με τη γλώσσα, μπορούμε σε ένα διάστημα χρόνου που μπορεί να είναι περίπου 3-5 έτη, να ετοιμάσουμε ένα καινούργιο λεξικό».
» Επίσης, είμαστε εκπαιδευμένοι πλέον στο Κέντρο Λεξικολογίας. Ξέρουμε πού θα αναζητήσουμε την πληροφορία και πώς θα την προσεγγίσουμε. Όλα αυτά κάποτε δεν ήταν δυνατόν να γίνουν. Αλλά το δύσκολο είναι πάντα το να εκτιμήσεις και να αξιολογήσεις την πληροφορία. Διότι με το διαδίκτυο πλέον, έχουμε έναν όγκο πληροφοριών που, αν τις παίρνεις ανεπεξέργαστες, θα φτάσεις να λες ανοησίες.
» Σε πολλές περιπτώσεις, δίνουμε ετυμολογία, αλλά σημειώνουμε ότι είναι ‘αβεβαίου ετύμου’. Κρατάμε επιφύλαξη, για λόγους εντιμότητας απέναντι στον αναγνώστη και επιστημονικής εγκυρότητας. Επομένως, ο χρόνος μπορεί να περιορίζεται, λόγω των γνώσεων που έχουν συσσωρεύσει ήδη οι συντάκτες, από την τεχνολογία που επιτρέπει εύκολη πρόσβαση. Πάντως, για την ιστορία το Κέντρο Λεξικολογίας ξεκίνησε γύρω στο 1993, με πολλούς συντάκτες. Μας πήρε 5 χρόνια για τη σύνταξη του Μεγάλου Λεξικού, από το οποίο έχουν γεννηθεί όλα τα υπόλοιπα και πιο εξειδικευμένα. Θα έλεγα πως οι καταβολές ενός λεξικού δεν είναι ο χρόνος της σύνταξής του, αλλά ο χρόνος που έχει δαπανηθεί για να αποκτήσεις τη γνώση, να την επεξεργαστείς, να την αξιολογήσεις κ.ο.κ».
Γενικότερα, με αφορμή την έκδοση του Λεξικού των Κυρίων Ονομάτων, ο καθηγητής Μπαμπινιώτης υπογραμμίζει ότι «είμαστε σε θέση να συζητάμε σήμερα όλα αυτά περί λεξικογραφίας κ.λπ. διότι έχουμε τον πολιτισμό της γραφής. Λέω και γράφω διαρκώς ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι ένας πολιτισμός του γραπτού λόγου. Ο κόσμος έμαθε τους Έλληνες μέσα από τα κείμενά μας. Εάν έχουμε μια επίδραση παγκόσμια, ως Έλληνες, δεν είναι από τα έργα τέχνης ή τα αρχιτεκτονικά μνημεία κ.λπ. Αυτά λίγοι τα ξέρουν και πολύ ειδικοί -ο κόσμος ο πολύς, ξέρει την Ελλάδα μέσα από τα διαβάσματα, τα ακούσματα, μας ξέρει από τα κείμενά μας, δηλαδή από το τι είπε ο Όμηρος, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Θουκυδίδης. Αυτά τα κείμενα ξέρουν. Και μέσα από τα κείμενα, δηλαδή το γραπτό λόγο διασώσαμε, αλλά και αποτυπώσαμε. Μπορεί, άραγε, να φανταστεί κάποιος τι θα ήταν η Ελλάδα εάν δεν είχαμε πχ όλους τους τραγικούς, να μην είχαμε τον Όμηρο, τους φιλοσόφους κ.λπ. Τι πολιτισμό έχεις; Μπορεί να υπήρξες, αλλά υπάρχεις από τη στιγμή που αποτυπώνεις τη σκέψη σου και μέσα από την αποτύπωση κάνεις δύο πράγματα: Τη διαφυλάσσεις, τη διατηρείς αλλά και τη διαδίδεις. Άρα τα πάντα είναι η γραφή, και μάλιστα με ένα αλφάβητο πολύ εύκολο -εγώ το λέω και ‘δημοκρατικό’, με 24 γράμματα, που σου δίνει τη δυνατότητα να τα διατυπώσεις όλα αυτά, να τα μεταδώσεις. Κάτι που δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Στα πολύ παλιά χρόνια η γραφή ήταν για λίγους και ήταν πολύ δύσκολο, να γράψεις και να διαβάσεις. Ήταν ατελή συστήματα».
» Όλα αυτά που λέμε σήμερα για την ανάγνωση, τα βιβλία, το Λεξικό και τις εκπλήξεις προϋποθέτουν ένα χάρισμα, ένα προνόμιο του ανθρώπου, την ικανότητα της γραφής. Τον γραπτό λόγο».
Και, σε προσωπικό επίπεδο, το «Λεξικό των Κυρίων Ονομάτων» είναι για τον καθηγητή Γιώργο Μπαμπινιώτη, μέλος μιας οικογένειας. Ξεχωριστό, ιδιαίτερο -ακριβώς σαν ένα παιδί. Εξάλλου, αυτή την έκφραση χρησιμοποιεί και ο ίδιος: «Αυτό είναι το δέκατο λεξικό μου. Συνεπώς, δικαιούμαι να λέω ότι είμαι ‘πολύτεκνος’».