Αυτές τις ημέρες χρειάστηκε να μιλήσω για τη γλώσσα σε παιδιά. Σε μαθητές τής Α´ Λυκείου. Αφησα την επιλογή τού θέματος σ’ αυτούς. Η συζήτηση μαζί τους μ’ έφερε στις απαρχές τής γραμματικής τής γλώσσας. Στα μέρη τού λόγου. Γιατί μιλάμε για ουσιαστικά και ρήματα και επίθετα και επιρρήματα; Τι ρόλο παίζουν οι αντωνυμίες κι εκείνα τα «περίεργα» πλάσματα, οι προθέσεις και οι σύνδεσμοι; Τι χρειάζονται στη γλώσσα; Γιατί τα ονομάσαμε έτσι; Περάσαμε, λοιπόν, σε μια «ονομάτων επίσκεψη» των μερών τού λόγου. Η συζήτηση, τελικά, είχε ενδιαφέρον. Κατάλαβαν οι μαθητές πόσο σημαντικά είναι τα ονόματα που έδωσε στις γραμματικές οντότητες ο παππούς τής γραμματικής μας, ο Διονύσιος ο γραμματικός από τη Θράκη («Τέχνη Γραμματική» Διονυσίου τού Θρακός, 1ου αιώνα π.Χ.). Και πριν απ’ αυτόν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί φιλόσοφοι, «οι φιλόσοφοι τής γλώσσας». Αυτών τις ονομασίες και τη γλωσσική-γραμματική ανάλυση ακολουθούμε μέχρι σήμερα.
Βάση τής γλωσσικής επικοινωνίας τού ανθρώπου είναι το ρήμα, η πληροφορία που δίνουμε για μια πράξη, μια ενέργεια ή μια κατάσταση. Οφείλει την ονομασία του στο ότι θεωρήθηκε αρχικά πως είναι «ό,τι λέμε» («ρήμα») για το υποκείμενο τής προτάσεως, «ό,τι κατηγορούμε» («κατηγόρημα») για αυτό. Πολύ αργότερα καταλάβαμε ότι το υποκείμενο, αυτό που θεωρούσαμε ότι «υπόκειται» στον λόγο μας, όχι μόνο δεν είναι το σημείο εκκίνησης αλλά το ίδιο εξειδικεύει τη ρηματική πληροφορία, είναι ο απαραίτητος όρος για να καταλάβουμε την πηγή τής πράξης. Συνιστά τον «ενεργοποιητή» τής πράξης, λέμε σήμερα. Στην πληροφορία που δηλώνει λ.χ. το στέλνω ο ενεργοποιητής τής πράξης είναι ο ομιλητής («εγώ»), στο στέλνεις ενεργοποιητής τής πράξης είναι ο ακροατής/αναγνώστης («εσύ») κ.ο.κ.
Βεβαίως, η γλωσσική επικοινωνία δεν επιτελείται «εν κενώ». Οι πράξεις, οι ενέργειες, οι καταστάσεις αφορούν σε οντότητες τού κόσμου που μάς περιβάλλει. Αναφέρονται, όπως λέμε, «στον κόσμο τής πραγματικότητας», σε πρόσωπα δηλαδή ή πράγματα. Αναφέρονται σε οντότητες ή, αλλιώς, σε ουσίες, στα ουσιαστικά (substantiva). Αυτές οι οντότητες, τα ουσιαστικά εξειδικεύουν την πληροφορία τού ρήματος ως ενεργοποιητές (υποκείμενο) αλλά -όπου χρειάζεται- και ως συμπληρώματα τής ρηματικής πληροφορίας (αντικείμενο). Αν τα υποκείμενα «υπόκεινται» στο ρήμα, τα αντικείμενα (objectiva) «αντίκεινται» στο ρήμα. Παρατίθενται δηλαδή στο ρήμα και συμπληρώνουν την πληροφορία που δίνει. Ας σημειωθεί ότι και τα δύο δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από το ρήμα, αλλά ως σχέσεις, ως εξαρτήματα τού ρήματος (ο πλήρης όρος είναι «υποκείμενο τού ρήματος» και «αντικείμενο τού ρήματος»). Τα ουσιαστικά που ορίζουν (ως υποκείμενο και ως αντικείμενο/αντικείμενα) την πληροφορία τού ρήματος, τα ορίσματά του, όπως λέγονται, συγχρόνως περι-ορίζουν τη σημασία του, την εξειδικεύουν. Το ίδιο μπορούν να κάνουν και όσα στοιχεία έχουν επινοήσει οι ομιλητές τής γλώσσας για να αντικαθιστούν τα ουσιαστικά. Τα στοιχεία που αντικαθιστούν τα ονόματα είναι οι αντωνυμίες («αντί τού ονόματος»).
Τα στοιχεία με τα οποία αναφερόμαστε στον κόσμο τής πραγματικότητας, τα ουσιαστικά, μπορούν να εξειδικευτούν κι αυτά για λόγους ακρίβειας, σαφήνειας, εμπλουτισμού κ.λπ. τής πληροφορίας που δηλώνουν. Αυτόν τον ρόλο επιτελούν πρωτοτυπικά στη γλώσσα τα στοιχεία που επι-τίθενται («τίθενται επί των ουσιαστικών»), τα επίθετα. Τα επίθετα είναι, στην πράξη, «το άλας τού λόγου»! Καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα εννοιολογικών δηλώσεων υψηλής ευκρίνειας και διανοητικής λεπτότητας. Αν τα επίθετα χαρακτηρίζουν τα ουσιαστικά, υπάρχει μια άλλη τάξη λεκτικών στοιχείων που τα καθορίζουν σε επίπεδο οριστικότητας ή (εσκεμμένης) αοριστίας, γενικεύοντας ή και ειδικεύοντάς τα. Αυτόν τον ρόλο επιτελούν τα άρθρα (ένα είδος αρμών ή αρθρώσεων των ουσιαστικών).
Το εννοιολογικό και επικοινωνιακό φάσμα τής εξειδίκευσης τού ρήματος, από πλευράς των αναγκαίων λογικών κατηγοριών χρόνου, τόπου, τρόπου, αιτίας – αποτελέσματος και ποσού, η γλώσσα το καλύπτει πρωτοτυπικά με τα επιρρήματα (αυτά που «τίθενται επί των ρημάτων»). Πρόκειται για μια άλλη γλωσσική επινόηση και «διανοητική λεπτότητα» που ανταγωνίζεται σε ποικιλία το επίθετο, αφού επιτελεί αντίστοιχο εξειδικευτικό ρόλο.
Λεκτικές πληροφορίες τού τύπου «με το πλοίο» – «από φόβο» – «για τρόφιμα» – «όταν φύγει» – «αφού έφυγε» – «ενώ έφευγε» – «για να καταφέρει» – «όπως είπε» κ.τ.ό. αναδεικνύουν δύο άλλους, μεγάλης χρήσεως, μηχανισμούς εξειδίκευσης τής πληροφορίας στη γλώσσα. Πρόκειται για τα στοιχεία που «τίθενται προ» των ουσιαστικών (προθέσεις) και στοιχεία που «συνδέουν» (σύνδεσμοι) μια ρηματική πληροφορία με μια άλλη ενώ συγχρόνως την εξειδικεύουν. Προθέσεις και σύνδεσμοι δηλώνουν βασικά συστατικά τής σκέψης και τής επικοινωνίας μας.
Οπως φάνηκε, ελπίζω, από τα ελάχιστα ενδεικτικά στοιχεία που δόθηκαν, οι ομιλητές κάθε γλώσσας έχουν επινοήσει κατηγορίες γλωσσικών στοιχείων, ό,τι ονόμασαν οι έλληνες γραμματικοί «μέρη τού λόγου» (και μετέφρασαν οι Ρωμαίοι ως «partes orationis»), για να εκφράσουν όλα τα νοήματα τής σκέψης τους, τόσο ως βασικές πληροφορίες όσο και ως τρόπους υψηλού βαθμού εξειδίκευσης των βασικών πληροφοριών. Αυτό επιτελείται με το λεξιλόγιο κάθε γλώσσας, γραμματικά και συντακτικά οργανωμένο σε κατηγορίες και σχέσεις.
Το Βήμα: Επιφυλλίδες, σ. 56, 20/4/2008