* Ο λόγος μας, η επικοινωνία μας, το κείμενό μας χτίζονται πάνω στον πυρήνα τής ρηματικής πληροφορίας
Οταν τα παιδιά αρχίζουν να φοιτούν στο σχολείο γνωρίζουν ήδη τη μητρική τους γλώσσα. Την έχουν μάθει -και συνεχίζουν να την μαθαίνουν- στην οικογένεια, στη γειτονιά, στο γενικότερο περιβάλλον τους, έχοντας ήδη γεννηθεί με ορισμένες βασικές γλωσσικές καταβολές και ικανότητες.
Γιατί, τότε, διδάσκουμε τη γλώσσα στο σχολείο; Για να καλλιεργήσουμε μαζί και μέσα από τη γλώσσα τη νοητική ικανότητα των παιδιών, τη σκέψη τους. Για να συνειδητοποιήσουν ό,τι ασυνείδητα ήδη γνωρίζουν: τους μηχανισμούς (γραμματικούς, συντακτικούς, λεξιλογικούς) που χρησιμοποιούν όταν μιλούν τη γλώσσα τους. Για να εμπλουτίσουν τη γνώση και να εκλεπτύνουν τη χρήση τής γλώσσας τους. Για να αποκτήσουν μεγαλύτερη -πιο καλλιεργημένη, συνειδητή και εμπλουτισμένη- ικανότητα στην παραγωγή και την κατανόηση κειμένων: στη γλωσσική τους επικοινωνία, προφορική και γραπτή.
Ερώτημα: Ο τρόπος, η μέθοδος, τα βιβλία, η όλη γενικά διδασκαλία τής γλώσσας στο σχολείο, ανταποκρίνονται στους σκοπούς για τους οποίους διδάσκουμε τη γλώσσα στο σχολείο; Απάντηση: εν μέρει ναι, εν πολλοίς όχι. Ανταποκρίνεται λ.χ. στο ότι ως επίκεντρο τής διδασκαλίας ορίζεται η επικοινωνιακή διάσταση τής γλώσσας, η χρήση τής γλώσσας στην παραγωγή και την πρόσληψη κειμένων (προφορικών και γραπτών). Δεν ανταποκρίνεται όμως, πάλι λόγου χάριν, όταν στη διδακτική και σχολική πράξη δεν δείχνουμε οι δάσκαλοι στα παιδιά τί μπορούμε να κάνουμε στην επικοινωνία μας, αξιοποιώντας δυναμικά τις (γραμματικές) δομές και τις (συντακτικές) λειτουργίες που προσφέρει ο μηχανισμός τής γλώσσας μας.
Μια συζήτηση στην τάξη (επ’ ευκαιρία μιας γλωσσικής άσκησης, μιας έκθεσης ή ενός οποιουδήποτε κειμένου) θα έδειχνε τη δυναμική τής επικοινωνίας και των πολλαπλών μέσων και δυνατοτήτων έκφρασης που παρέχει με τους γραμματικοσυντακτικούς μηχανισμούς της η γλώσσα. Ετσι θα αποκτούσε νόημα στα μάτια και τη συνείδηση των μαθητών η γραμματική και συντακτική πολυμορφία τής γλώσσας και θα καταλάβαινε καλύτερα, γιατί η πολλαπλότητα τής σκέψης τού ανθρώπου βρίσκει διέξοδο στις πολλαπλές εκφραστικές δυνατότητες τής γλώσσας. Θα καταλάβαινε επίσης τι ρόλο παίζουν η γραμματική και η σύνταξη τής γλώσσας. Θα καταλάβαινε, τέλος, ότι κάθε στιγμή που επικοινωνούμε λειτουργούμε δημιουργικά, επιλέγοντας αυτή ή εκείνη τη γλωσσική δομή που μας διαφοροποιεί γλωσσικά μεταξύ μας, χαρακτηρίζοντας το γλωσσικό ύφος τού καθενός μας που είναι τόσο διαφορετικό όσο και τα δακτυλικά μας αποτυπώματα!
Αυτό που προκύπτει, ελπίζω, κι απ’ αυτήν ακόμη την ακροθιγή, υπεργενικευτική και υπεραπλουστευτική (κατ’ ανάγκην) θεώρηση τού θέματος, είναι ότι χρειαζόμαστε μιαν άλλη διδασκαλία τής γλώσσας στο σχολείο, πιο ουσιαστική ως προς την επικοινωνία, πιο αποκαλυπτική τού ρόλου τής γλώσσας, πιο ελκυστική για τον μαθητή, πιο πρόσφορη για να εισαχθούμε -δάσκαλος και μαθητής- στον «μαγικό κόσμο» τής γραμματικής και τής σύνταξης που κάτω από το κέλυφος τής φόρμας (τού απλού τύπου και τής ξηρής λογικής σχέσης) και σε συνδυασμό με τις προθέσεις τού κειμένου κρύβει μια εκπληκτική εκφραστική ποικιλία και δύναμη που οδηγεί τελικά στην επιλογή αυτής ή εκείνης τής λέξης. Γιατί η γλώσσα μπορεί να είναι λεξιλογικές πληροφορίες (σημασίες που απηχούν έννοιες και συνθέτουν νοήματα, δηλ. σημασιολογικά σύνολα), αλλά χωρίς τους αρμούς τής γραμματικής και τής σύνταξης, χωρίς τις γραμματικές πληροφορίες που συνθέτουν το καλειδοσκόπιο των τύπων μιας γλώσσας και χωρίς τις συντακτικές πληροφορίες, το θαυμαστό λογικό οικοδόμημα των σχέσεων στο οποίο στηρίζεται κάθε κείμενό μας, η γλώσσα μας θα ήταν απλώς «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον».
Αξίζει να το πούμε κι αυτό. H γλώσσα τού ανθρώπου στη δομολειτουργική υφή της και στην επικοινωνιακή της διάσταση έχει ως επίκεντρο το ρήμα· είναι ρηματοκεντρική. Στηρίζεται στην πληροφορία που δίνει το ρήμα τής πρότασης. Γύρω από το ρήμα υφαίνεται το περίβλημα των ορισμάτων, ό,τι ενεργοποιεί το ρήμα (το «υποκείμενο») και ό,τι συμπληρώνει τη σημασία του (το ή τα «αντικείμενα» / συμπληρώματα τού ρήματος). Αυτά συνιστούν το πρώτο επίπεδο εξειδίκευσης τής πληροφορίας τού ρήματος. Ο κύκλος τής εξειδίκευσης μεγαλώνει και βαθαίνει σ’ ένα ανεξάντλητο φάσμα πληροφοριών γύρω από τα ορίσματα (είναι ό,τι ονομάζουμε «ονοματικούς προσδιορισμούς») και γύρω από το ίδιο το ρήμα (ό,τι ονομάζουμε «επιρρηματικούς προσδιορισμούς»). Στο β´ επίπεδο (των ορισμάτων) και στο γ´ επίπεδο (τού ρήματος) η εξειδίκευση τής κεντρικής πληροφορίας τού ρήματος αποτελεί το ανάπτυγμα τής σκέψης μας. Ο λόγος μας, η επικοινωνία μας, το κείμενό μας χτίζονται πάνω στον πυρήνα τής ρηματικής πληροφορίας και στον ιστό τής εξειδίκευσής της.
Πότε θα μπορέσουμε να τα δείξουμε αυτά, ανάγλυφα και αποκαλυπτικά από την πλευρά τού δασκάλου, ανευρετικά από την πλευρά τού μαθητή, ελκυστικά από την πλευρά και των δύο; Χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη στην κατάρτιση των διδασκόντων, στην επιμόρφωσή τους, στην ενίσχυσή τους με κατάλληλα βιβλία και πρόσφορο διδακτικό υλικό. Και αλλαγή τής «ιδεολογίας τής γλωσσικής διδασκαλίας». Μια πρώτη συμβολή σ’ αυτή την αλλαγή ιδεολογίας υπήρξε η Γραμματική μας (Δομολειτουργική – Επικοινωνιακή Γραμματική τής Νέας Ελληνικής), καρπός συνεργασίας με τον γλωσσολόγο καθηγητή Χρ. Κλαίρη και τρεις γλωσσολόγους μαθητές μου, που ίσως βοηθήσει να ταραχθούν τα ύδατα.
Το Βήμα: Νέες Εποχές, σ. 61, 5/3/2006