Το δράμα των «μικρών γλωσσών» (σωστά: «των ολιγότερο ομιλουμένων γλωσσών») είναι ότι δεν μπορούν από μόνες τους να ξεπεράσουν τους φραγμούς που θέτει η ίδια η γλώσσα για όσους δεν γνωρίζουν μια τέτοια «μικρή» γλώσσα. Δεν μπορούν – λόγω τής περιορισμένης χρήσης τους – να χρησιμεύσουν ως όχημα μεταφοράς καίριων μορφών πολιτισμού, όπως είναι η λογοτεχνία, το θέατρο, ο κινηματογράφος, το δοκίμιο, το τραγούδι, ο επιστημονικός λόγος. Οποιος γράφει λ.χ. ποίηση ή πεζογραφία ή μια επιστημονική μελέτη σε μια λιγότερο ομιλούμενη γλώσσα, λ.χ. στα Ελληνικά, στα Φλαμανδικά, στα Νορβηγικά, στα Φινλανδικά, στη Σερβική, στη Βουλγαρική, στην Τουρκική, στα Κορεάτικα, στα Τσέχικα, στην Ουγγρική, στα Πολωνικά, δηλ. σε όλες σχεδόν τις γλώσσες με εξαίρεση την Αγγλική, είναι καταδικασμένος σε μια γλωσσική απομόνωση, σ’ έναν περισσότερο ή λιγότερο περιορισμένο αριθμό αναγνωστών, δηλ. σε δραματικά περιορισμένη επικοινωνία.
Πώς επιτυγχάνεται η υπέρβαση αυτού τού γλωσσικού φράγματος; Με τη μετάφραση σε μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες και, στον προφορικό λόγο, με τη διερμηνεία. Και στον χώρο τής ατομικής (κοινωνικής, επαγγελματικής κ.λπ.) επικοινωνίας με τη γνώση ξένων γλωσσών. Το θέμα είναι μεγάλο και, για την οικονομία τού κειμένου, θα το περιορίσουμε εδώ στη μετάφραση.
Ενα εμφανές κενό που αισθάνεται κανείς στην Ελλάδα, μιλώντας για πολιτισμό και διαπολιτισμικές σχέσεις, είναι η έλλειψη μεταφράσεων, ο ελάχιστος αριθμός μεταφράσεων των λογοτεχνικών μας έργων (ποίησης, πεζογραφίας, κριτικού δοκιμίου) αλλά και των επιστημονικών έργων και των κειμένων πολιτικού, κοινωνικού, πολιτιστικού στοχασμού. Παραμένουμε εν πολλοίς άγνωστοι σε όσους – και είναι η συντριπτική πλειονότητα – δεν μπορούν να διαβάσουν και να καταλάβουν Ελληνικά και όταν ακόμη ενδιαφέρονται. Η υπόδειξη να μάθουν Ελληνικά για να μας πλησιάσουν δεν είναι – ας το παραδεχθούμε – ρεαλιστική. Απομένει – μιλάμε πάντοτε για τους πολλούς – ένας δρόμος: η μετάφραση. Μετάφραση λογοτεχνίας, μετάφραση επιστημονικών έργων, μετάφραση θεατρικών έργων, μετάφραση κειμένων τού νεοελληνικού και σύγχρονου στοχασμού.
Μετάφραση σε ποιες γλώσσες; Μετάφραση στις μητρικές γλώσσες των αναγνωστών που μας ενδιαφέρουν εκάστοτε. Μας ενδιαφέρουν οι γείτονες των Βαλκανίων; Μετάφραση στις βαλκανικές γλώσσες (Μπράβο επ’ ευκαιρία στον κ. Παπουτσάκη, τον εκδότη τού «Αντί», που εκδίδει σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες μετάφραση ανθολογίας τής Βαλκανικής ποίησης με όλους τους αξιόλογους ποιητές των βαλκανικών χωρών). Μετάφραση σε ευρωπαϊκές γλώσσες (Γαλλική, Γερμανική, Ιταλική, Ισπανική, Ρωσική κ.ά.). Μετάφραση σε γλώσσες μεγάλων πληθυσμικών ομάδων (Κινεζική, Ινδική, Αραβική κ.ά). Μετάφραση στην Αγγλική ως δεύτερη κυρίαρχη γλώσσα ευρύτερης επικοινωνίας.
Μεταφραστές υπάρχουν. Και καλοί έως ταλαντούχοι. Και γίνονται όλο και περισσότεροι. (Και μη ξεχνάμε τους «άγνωστους ήρωες», τους Ελληνες μεταφραστές τής Ευρωπαϊκής Ενωσης, που όχι μόνο διευκολύνουν την ομαλή πρόσβαση στις χιλιάδες των κειμένων τής ΕΕ, αλλά – το σπουδαιότερο – δημιουργούν νέες λέξεις, νεολογισμούς από την ανάγκη να δηλώσουν νέες έννοιες και όρους). Αυτοί που λείπουν, όταν μιλάμε για λογοτεχνία, θέατρο, επιστήμη κ.τ.ό., είναι οι εκδότες, οι ξένοι εκδοτικοί οίκοι, οι οποίοι δεν διακινδυνεύουν οικονομικά εκδόσεις από μικρές χώρες και λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες. Εδώ είναι που πρέπει να κινηθεί μια οργανωμένη, συστηματική και συντονισμένη δραστηριότητα από κρατικό φορέα, προικοδοτημένο με τους απαραίτητους χρηματικούς πόρους. Πόρους για να πληρωθούν οι μεταφραστές και κυρίως για να αναλάβουν ξένοι εκδοτικοί οίκοι να εκδώσουν σε μετάφραση και να διακινήσουν ελληνικά έργα. Δεν μου διαφεύγει το γεγονός ότι το υπουργείο Πολιτισμού μέσω τού ΕΚΕΒΙ και με ειδική διεύθυνση (το ΕΚΕΜΕΛ) παράγει ήδη κάποιο έργο, το ίδιο και η δραστήρια Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας με τον ρέκτη πρόεδρό της επίτ. πρέσβη κ. Β. Βιτσαξή. Αλλά οι πόροι που διατίθενται είναι τελείως ανεπαρκείς. (Υπάρχουν ακόμα απλήρωτοι ξένοι εκδότες!…). Οπωσδήποτε και ό,τι γίνεται είναι πολύ περιορισμένο σε έκταση, επιλεκτικό, ενίοτε συγκυριακό, μονίμως ανυποστήρικτο και γι’ αυτό, κατά κανόνα, λιγότερο ή περισσότερο αναποτελεσματικό. Συγγραφείς που δεν είναι καλοί στις δημόσιες σχέσεις ή δεν έχουν κατάλληλες προσβάσεις παραμένουν αμετάφραστοι και άγνωστοι στο ξένο κοινό. Ας σημειωθεί ότι και πιο φιλόδοξες – και πολύτιμες – προσπάθειες επιστημόνων εκδοτών, όπως των εκδόσεων «Ρωμιοσύνη» τού ζεύγους Hans και Νίκης Eidenaier, παρά τις 170 μεταφράσεις που κατάφεραν να εκδώσουν στη Γερμανική γλώσσα αξιόλογων λογοτεχνικών κυρίως έργων (παλαιότερων, νεότερων και σύγχρονων) βρίσκονται σε αδυναμία να συνεχίσουν.
Παράλληλα προς τους ξένους εκδοτικούς οίκους, όπως έχουν εξελιχθεί σήμερα οι εκδοτικοί οίκοι και στην Ελλάδα μπορούν, κατάλληλα ενισχυόμενοι οικονομικά και συνεργαζόμενοι με ξένους εκδοτικούς οίκους και διακινητές βιβλίων, να αναλάβουν και αυτοί τέτοιες εκδόσεις και μάλιστα έργων που έχουν οι ίδιοι τα δικαιώματα. Το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού μπορεί να βοηθήσει τους φορείς που ήδη έχουν τέτοια ευθύνη και δραστηριότητα.
Ο πολιτισμός περνάει κατά πολύ μέσα από το βιβλίο, αλλά το ελληνικό βιβλίο, για να αποτελέσει μέσο πολιτισμικής παρουσίας, πρέπει να μεταφραστεί. Στο κάτω κάτω δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μετάφραση (και η διερμηνεία) είναι η κυριότερη μορφή άμυνας των μικροτέρων γλωσσών.
Το Βήμα: Νέες Εποχές, σ. 52, 1/10/2006