Η μαγεία τής Γραμματικής

Στην αντίληψη των περισσοτέρων η έννοια τής Γραμματικής έχει συνδεθεί με μια κυμαινόμενη απέχθεια. Άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο με «τραυματικές εμπειρίες» από τον τρόπο που διδάχτηκαν τη Γραμματική στο σχολείο, την θεωρούν ως ένα σύνολο πληκτικών έως άχρηστων πληροφοριών για καταλήξεις, για κλίσεις ρημάτων και ονομάτων, για γένη, για ανώμαλους τύπους ρημάτων, για ονόματα που δεν έχουν ενικό ή πληθυντικό, για ατέλειωτους πίνακες τύπων, για κατηγορίες επιρρημάτων, για παραθετικά επιθέτων κ.λπ. Γενικά πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν πως ανάλωσαν στο σχολείο χρόνο για έναν αχανή φορμαλισμό, για μια τυποκρατία και τυπολατρία, που επινόησαν, επέβαλαν και εφαρμόζουν οι εκπαιδευτικοί (δάσκαλοι και, κυρίως, φιλόλογοι) για να καταξιώσουν το επάγγελμά τους και να δικαιολογήσουν μέρος τής δουλειάς τους, ασκώντας μάλιστα μια μορφή καταπίεσης που σκορπίζει άγχος και απέχθεια. Είναι πολύ λιγότεροι αυτοί που αναπολούν την ενασχόληση με τη Γραμματική, την απομνημόνευση τύπων και την αναγνώριση γραμματικών δομών ή τη λύση γραμματικών ασκήσεων και σεμνύνονται για τις γραμματικές τους γνώσεις και ικανότητες τότε και τώρα.

  Αλήθεια, δικαιολογείται αυτή η αρνητική τοποθέτηση πολλών έναντι τής Γραμματικής; Μήπως φταίει η ίδια η υφή τού μαθήματος; Μήπως φταίμε εμείς οι δάσκαλοι με τον τρόπο που την διδάσκουμε; Μήπως θυσιάσαμε την ουσία στους τύπους και χάσαμε μαζί –ναι!– τη γοητεία και τη μαγεία τής Γραμματικής; Θα επιχειρήσουμε μερικές νύξεις για το θέμα αυτό.

   Τι είναι, πρώτα-πρώτα, η Γραμματική μιας γλώσσας; Τι χρειάζεται; Ε λοιπόν, Γραμματική είναι ο τρόπος που έχει επινοήσει ο άνθρωπος στη γλώσσα για να δηλώνει τις σχέσεις που συνδέουν τις λέξεις μεταξύ τους ώστε να δίνουν νόημα, να εκφράζουν τα νοήματα που θέλουμε να «κοινωνήσουμε» στους άλλους. Ο λόγος μας δεν μπορεί να είναι μεμονωμένες, αποκομμένες, σκόρπιες λέξεις. Οι λέξεις δηλώνουν πληροφορίες («σημασίες») και εξ ορισμού υποχρεούνται να συν-τάσσονται, να συνδέονται ώστε να προκύπτει νόημα. Χρειάζεται λ.χ. ένα υποκείμενο για να ενεργοποιεί ένα ρήμα («το υποκείμενο τού ρήματος») και ένα ή περισσότερα συμπληρώματα τής ίδιας τής σημασίας κάθε ρήματος («τα αντικείμενα τού ρήματος»). Το ίδιο το ρήμα ως ενέργεια ή κατάσταση δεν μπορεί να υπάρξει «στον αέρα»! Χρειάζεται πρόσωπο (υποκείμενο) που το «κινεί», βαθμίδα χρόνου στον οποίο τοποθετείται η ενέργειά του (παρελθόν-παρόν-μέλλον), ποιότητα χρόνου (διάρκεια, επανάληψη, στιγμιαίο), χρειάζεται δήλωση τού βαθμού βεβαιότητας (εγκλίσεις ή «τροπικότητα» τού ρήματος). Όλα αυτά είναι σχέσεις. Αλλά για να πάρουν «σάρκα και οστά», για να δηλωθούν στην επικοινωνία, χρειάζεται να μορφοποιηθούν, να εκφραστούν δηλ. με τύπους, χρειάζονται Γραμματική. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η Γραμματική είναι ένα σύστημα μορφών που έχουν επινοηθεί σε κάθε γλώσσα για να δηλώσουν τις σχέσεις που συνδέουν τις λέξεις μεταξύ τους, τις συντακτικές σχέσεις. Άρα χωρίς σύνταξη δεν υπάρχει γλώσσα και χωρίς γραμματική (τύπους που να δηλώνουν τις συντακτικές σχέσεις) δεν υπάρχει σύνταξη, άρα και γλώσσα. Τελικά, χωρίς τη διπλή αυτή δόμηση τής γλώσσας, τη σύνταξη και τη γραμματική, δεν νοείται γλώσσα.

   Όταν, λοιπόν, μιλώ για τις πτώσεις λ.χ. των ουσιαστικών μιλώ –αυτό πρέπει να γίνει φανερό– για τον μηχανισμό που έχει επινοήσει η Ελληνική για να δηλώσει το υποκείμενο (η πτώση τής ονομαστικής) και τα αντικείμενα/συμπληρώματα (η πτώση τής αιτιατικής και τής γενικής) τού ρήματος. Όταν μιλώ για τον αριθμό των ουσιαστικών, μιλώ για τον μηχανισμό που έχει πάλι επινοήσει μια γλώσσα, η Ελληνική, για να δηλώνει την πολύ σημαντική πληροφορία στην επικοινωνία αν μιλάμε για ένα ή περισσότερα από ένα πρόσωπα ή πράγματα (ενικός-πληθυντικός). Το ότι η πτώση τού υποκειμένου στην Ελληνική δηλώνεται με μια σειρά καταλήξεων («μορφημάτων» δηλ. ή μορφών: άνθρωπο-ς, εργάτη-ς, παππού-ς, χειμώνα-ς, αεροσυνοδό-ς, κόρη-Ø (χωρίς ς), εργάτρια-Ø, αλεπού-Ø, εικόνα-Ø κ.λπ.) είναι απλώς μια συμβατική τυπολογία που ποικίλλει από γλώσσα σε γλώσσα. Όπως ποικίλλει λ.χ. ότι στην Ελληνική το υποκείμενο τού ρήματος το εκφράζει μια κατάληξη (ένα μόρφημα) που έχει ενταχθεί στο ρήμα γράφ-ω, γράφ-εις…, ενώ στη Γραμματική άλλων γλωσσών εκφράζεται έξω από το ρήμα με αντωνυμία ή με αντωνυμία μαζί και κατάληξη: I write, you write…, ich schreibe, du schreibst…, j’ écris, tu écris…

Η μελέτη των γραμματικών δομών και μηχανισμών τής γλώσσας είναι στην πραγματικότητα η μελέτη τού διανοητικού αγώνα τού ανθρώπου να εκφράσει μέσα από ένα σύστημα που επινοεί και συνεχώς καλλιεργεί και μεταβάλλει το πολύ σύνθετο πλέγμα λεπτών νοητικών σχέσεων που συνιστά τον ανθρώπινο λόγο ως έκφραση τού βασικού προνομίου τού ανθρώπου, τού πνεύματος; Το ότι οι ομιλητές τής Ελληνικής αισθάνθηκαν κάποια στιγμή την ανάγκη να δηλώσουν μορφικά (με γραμματικό τύπο) τη λεπτή συντακτική σχέση τής μειωμένης βεβαιότητας τού ομιλητή όταν αναφέρεται σε μια ενέργεια ή κατάσταση που συναρτάται προς το παρελθόν και το ότι έπλασαν γι’ αυτή τη σχέση τη (γνωστή από το σχολείο) «Ευκτική τού Πλαγίου Λόγου», δείχνει ότι η Γραμματική ως σύστημα δεν είναι προϊόν τυχαιότητας αλλά συνειδητών επιλογών, ώστε να αποκτήσει μια γλώσσα τύπους διακριτούς και δηλωτικούς τού πλούτου των συντακτικών σχέσεων.

  Είναι δε συνειδητή η επιλογή «τής γραμματικοποίησης» μιας γλωσσικής σχέσης γιατί πάντοτε υπάρχει ανοιχτή –και ευκολότερη– η άλλη λύση: η έκφραση τής σχέσης με λέξεις, η «λεξικοποίηση».

 

ΤΟ ΒΗΜΑ: Επιφυλλίδες, σ.51, 4/5/2008

Καλάθι αγορών
Scroll to Top