Αφορμή για το κείμενο αυτό δίνει η έκδοση των Πρακτικών δύο σημαντικών επιστημονικών συνεδρίων για την ελληνική γλώσσα. Το γεγονός ότι τα Πρακτικά αυτά εκδόθηκαν στα τέλη τού καλοκαιριού (Αύγουστο) δεν έδωσε την ευκαιρία να γίνουν γνωστά και να αξιοποιηθούν κατάλληλα. Πρόκειται για δύο Συνέδρια που οργανώθηκαν το 1996 και το 1997 στην Αθήνα από τον Τομέα Γλωσσολογίας τού Τμήματος Φιλολογίας τού Πανεπιστημίου Αθηνών και αφορούσαν το ένα στα «Είκοσι χρόνια από την καθιέρωση τής Νεοελληνικής (Δημοτικής) ως επίσημης γλώσσας» και το άλλο στην «Ελληνική Γλωσσολογία 1997: Γ’ Διεθνές Γλωσσολογικό Συνέδριο για την ελληνική γλώσσα». Το πρώτο περιλαμβάνει 521 σελίδες και εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Γ. Τσιβεριώτη, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει 1.021 σελίδες και εκδόθηκε από τα «Ελληνικά Γράμματα». Και τα δύο κυκλοφορήθηκαν μόλις πριν από δύο μήνες.
Ενα πλήθος από ουσιώδη ζητήματα και ποικίλες όψεις τής γλώσσας συζητήθηκαν στο Συνέδριο για τη δημοτική γλώσσα (ή τη «νεοελληνική», όπως την ορίζει ο νόμος τού ’76). Υπήρξαν γενικές αποτιμήσεις και αναλύσεις τής μορφής, που πήρε η χρήση τής δημοτικής τα είκοσι χρόνια που πέρασαν από την καθιέρωση τής νεοελληνικής ως επίσημης γλώσσας, και των ποικίλων δυσκολιών και προβλημάτων που προέκυψαν (Φιλιππάκη – Warburton, Μπαμπινιώτης, Χρηστίδης, Φ. Κακριδής, Μερακλής, Πεσμαζόγλου, Σαμαράκης, Καργάκος, Τζαννετάκος, Μπουκάλας). Πρακτικά ζητήματα τής χρήσης τής δημοτικής, τής γραμματικής, τής σύνταξης και τού λεξιλογίου της, συζητήθηκαν εκτενώς και προτάθηκαν διάφορες λύσεις (Τσοπανάκης, Χαραλαμπάκης, Νάκας, Καβουκόπουλος, Μάνεσης). Περισσότερο θεωρητικό ενδιαφέρον είχαν άλλες τοποθετήσεις (Σετάτος, Θεοφανοπούλου-Κοντού, Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Αναπολιτάνος). Ειδικά θέματα (γλώσσα τού Συντάγματος, τής Κύπρου, οι δυνατότητες τής γλωσσικής τεχνολογίας, η γλώσσα σε σχέση με την ιδεολογία) απασχόλησαν άλλους μελετητές τής γλώσσας (Παναρέτου, Κατσιμαλή, Παναγιώτου-Τριανταφυλλοπούλου, Καραγιάννης, Δημηρούλης, Σταυρίδη-Πατρικίου). Το ζήτημα τής δημοτικής σε σχέση με τη λογοτεχνία ετέθη από άλλους ερευνητές (Μαρωνίτης, Κλαίρης, Μπελεζίνης, Σταυροπούλου). Το καίριο θέμα τής διδασκαλίας τής γλώσσας στην Εκπαίδευση (βιβλία, μεθοδολογία, σχέση με τη διαχρονία τής γλώσσας μας) συγκέντρωσε το ενδιαφέρον πολλών ειδικών μελετητών (Τομπαΐδης, Χαραλαμπόπουλος, Μήτσης, Κωστούλη, Κατσιμάνης, Ραγούσης, Στασινοπούλου-Σκιαδά, Μελάς). Το ζήτημα των τόνων δεν έλειψε από τη θεματολογία τού Συνεδρίου (Πετρούνιας, Τάσιος), ενώ η Ελληνική σε σχέση με τις ξένες γλώσσες απασχόλησε άλλους ειδικούς μελετητές (Σελλά, Αποστολοπούλου-Πανάρα, Hesse, Poromanska). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν επίσης οι εκτενείς συζητήσεις και αντιπαραθέσεις απόψεων που αποτυπώνονται στον τόμο καθώς και οι προτάσεις των συνέδρων για πολλά θέματα τής γλώσσας μας.
Τα πορίσματα στα οποία συνέκλιναν οι απόψεις των περισσοτέρων Συνέδρων με ορισμένες σημαντικές είναι η αλήθεια διαφοροποιήσεις σε επιμέρους θέματα είναι τα εξής: 1) Η γλωσσική μεταρρύθμιση πέτυχε. Οι προοπτικές για τη γλώσσα είναι ευοίωνες. Εχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη χρήση τής Νεοελληνικής (δημοτικής) στα 20 χρόνια που πέρασαν από την καθιέρωσή της ως επίσημης γλώσσας. 2) Χρειάζεται ευρύτερη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση τού κόσμου στα θέματα τής γλώσσας. 3) Απαιτείται να εξασφαλίζεται η απαραίτητη γλωσσική και γλωσσολογική κατάρτιση των διδασκόντων τη γλώσσα στην Εκπαίδευση κατά τις σπουδές των δασκάλων και καθηγητών μέσα στα Πανεπιστήμια. Χρειάζεται επίσης συνεχής γλωσσολογική επιμόρφωση των υπηρετούντων στην Εκπαίδευση. 4) Ανανέωση των βιβλίων με τα οποία διδάσκεται η γλώσσα στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, συνεχίζοντας τη μέθοδο και το πνεύμα διδασκαλίας που εισήχθησαν στο Σχολείο τη δεκαετία του ’80. 5) Σύνταξη σχολικών γραμματικών κατά κύκλους και σύμφωνα με τη μέθοδο διδασκαλίας που εφαρμόζεται ήδη στο Σχολείο. 6) Εφαρμογή συστήματος περιοδικής αξιολόγησης των βιβλίων διδασκαλίας τής γλώσσας στην Εκπαίδευση. 7) Διδασκαλία τής γλώσσας με πρότυπα κείμενα διαφόρων τύπων (επιστημονικού, δοκιμιογραφικού, πολιτικού λόγου κ.λπ.) και όχι μόνο λογοτεχνικών. 8) Δημιουργία Τράπεζας Γλωσσικού Υλικού για την επιστημονική σπουδή τής γλώσσας.
Τα Πρακτικά τού ανά διετία διοργανουμένου διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας (υπάρχουν τα Πρακτικά των δύο προηγουμένων Συνεδρίων, τού Reading 1995 και τού Salzburg 1997) έχουν ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον και δείχνουν πόσο πολύ έχει προχωρήσει η επιστημονική έρευνα τής ελληνικής γλώσσας τα τελευταία χρόνια. Τα Πρακτικά περιλαμβάνουν 108 επιστημονικές ανακοινώσεις Ελλήνων και ξένων γλωσσολόγων για θέματα που αναφέρονται στη σύνταξη, σημασιολογία, μορφολογία, φωνητική και φωνολογία τής ελληνικής γλώσσας, για διάφορα ζητήματα τής ιστορικής εξέλιξης (μεταβολών) τής ελληνικής γλώσσας, για θέματα κοινωνιογλωσσικά και διαλεκτολογικά τής γλώσσας μας, για θέματα που ανήκουν στους μοντέρνους χώρους τής ψυχογλωσσολογικής και κειμενολογικής μελέτης τής Ελληνικής, για θέματα μετάφρασης και υπολογιστικής ανάλυσης τής Ελληνικής και, βεβαίως, για θέματα διδασκαλίας τής ελληνικής γλώσσας.
Κι ένα απλό ξεφύλλισμα τού τόμου δείχνει ανάγλυφα ποια είναι τα ζητήματα τα οποία απασχολούν την επιστημονική έρευνα τής ελληνικής γλώσσας, ζητήματα που συχνά βρίσκονται στο επίκεντρο τού ενδιαφέροντος στην γλωσσολογική έρευνα άλλων συγχρόνων γλωσσών. Εκπλήσσει ακόμη και τον ειδικό το εύρος των θεμάτων και των προβλημάτων που φέρει εις φως η επιστημονική έρευνα τής Ελληνικής, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη ότι χρειάζεται ακόμη πάρα πολλή δουλειά για να φτάσουμε σε μια καλύτερη επιστημονική γνώση τής ελληνικής γλώσσας. Το παρήγορο και το εξαιρετικά ευχάριστο για μας τους παλαιότερους πανεπιστημιακούς δασκάλους είναι να διαπιστώνουμε ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός ικανών νέων γλωσσολόγων έχει πια εισέλθει επάξια στον στίβο τής γλωσσολογικής έρευνας τής Ελληνικής. Αξίζει να διαβάσει κανείς τις απόψεις τους και να διδαχθεί από την έρευνά τους. Οπως αξίζει να προσεχθεί το ψήφισμα που εξέδωσε το Συνέδριο για το επίκαιρο (το 1997) θέμα τής ισοτιμίας των γλωσσών στην Ευρωπαϊκή Ενωση: «Το Γ’ διεθνές Γλωσσολογικό Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας θεωρεί ότι ο σεβασμός τής πολιτισμικής και γλωσσικής πολυμορφίας και ισοτιμίας στον ευρωπαϊκό χώρο αποτελεί σήμερα ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά αναγκαία προϋπόθεση για την ανοικοδόμηση τής Ενωμένης Ευρώπης».
Κάθε φιλόλογος, κάθε εκπαιδευτικός που ασχολείται με τη γλώσσα, αλλά και κάθε μορφωμένος Ελληνας που αγαπάει την Ελληνική θα μάθει πολλά για τη γλώσσα μας, θα συνειδητοποιήσει τα πραγματικά της προβλήματα και θα οδηγηθεί μέσα από τη βιβλιογραφία που δίνεται για κάθε θέμα να μπει στον ελκυστικό χώρο τής γλώσσας που αποκαλύπτεται από τους δύο τόμους των Πρακτικών, τον τόμο για τα 20 χρόνια από την επισημοποίηση τής δημοτικής γλώσσας και τον τόμο για τη σημερινή γλωσσολογική έρευνα τής Ελληνικής.
Το Βήμα: Νέες Εποχές, σ. 14-15, 31/10/1999