Από τότε που ο ιδρυτής της μοντέρνας γλωσσολογίας, ο F. de Saussure, μίλησε πρώτος για μια επιστήμη των διαφόρων τρόπων επικοινωνίας του ανθρώπου, των διαφόρων σημειακών συστημάτων που (από τα Ελληνικά) ονόμασε semiologie (Σημειολογία), έγινε συνειδητό ότι ο άνθρωπος παράλληλα προς τη γλώσσα, το κατ’ εξοχήν σημειακό σύστημα, χρησιμοποιεί και άλλες γλώσσες, άλλα σημειακά συστήματα για να επικοινωνήσει: τη μουσική, την εικόνα, τον χορό κ.ά. Από τότε μιλάμε για γλώσσες· όχι για γλώσσα. Από τότε η εικαστική γλώσσα, η γλώσσα της εικόνας παίρνει μια ξεχωριστή θέση στη μελέτη της επικοινωνίας του ανθρώπου. Για τη γλώσσα της εικόνας, και μάλιστα τη γλώσσα του σκίτσου (από το ιταλ. schizzo, που μέσω του λατ. schedium ανάγεται στο ελλ. σχέδιον), τη γλώσσα του σχεδιογραφήματος, όπως προτιμώ να το λέω, διατυπώνω εδώ μερικές σκέψεις, που αφορμώνται από την Εκθεση με τα σκίτσα της κ. Ελλης Σολωμονίδου – Μπαλάνου και τη θαυμάσια δουλειά της των τελευταίων 10 ετών.
Το σχεδιογράφημα (το σκίτσο) βρίσκεται κατά τη γνώμη μου ανάμεσα στη ζωγραφική και στη φωτογραφία. Εχει έντονο το στοιχείο της τέχνης, που είναι η ζωγραφική, και ανάγλυφο το στοιχείο της στιγμιογραφικής αποτύπωσης, που είναι η φωτογραφία. Είναι τέχνη μαζί και πληροφορία, διαφέροντας συγχρόνως κι από τα δύο. Ετσι λ.χ. τα σχεδιογραφήματα της Ελλης Σολωμονίδου – Μπαλάνου για μια παράσταση αρχαίου δράματος του Εθνικού στην Επίδαυρο, για τον Νουρέγιεφ και τη Φοντέυν να χορεύουν Ρωμαίο και Ιουλιέττα στο Ηρώδειο, για τον Ροστροπόβιτς να παίζει στο Ηρώδειο είναι, αναμφισβήτητα, καθαρή τέχνη γραμμών, σχεδίων, μορφών, σκιάσεων και, προπάντων, τέχνη της εκφράσεως των προσώπων και απόδοσης της ατμόσφαιρας μιας εκδήλωσης που όλα μαζί λειτουργούν ως ένα λιτό πληροφοριακό κείμενο που μπορεί να συνοδεύει ένα εκτενές κείμενο αλλά που θα μπορούσε με τη λεζάντα του να σταθεί και μόνο του.
Βλέποντας τέτοια σκίτσα από διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, αισθάνεσαι ό,τι μπροστά σ’ έναν πίνακα: νιώθεις την αποθέωση της λεπτομέρειας, τη λιτότητα των γραμμών, το άδραγμα της κίνησης των μορφών και την ακινητοποίηση της έκφρασης μιας στιγμής, που αντιπροσωπεύει το πνεύμα και την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εκδήλωσης· κι αισθάνεσαι ακόμη τον εγκλεισμό στο στιγμιαίο (σε ό,τι ονομάζουμε στιγμιότυπο) μιας ολόκληρης χρονικής διάρκειας που είναι και η φυσική λειτουργία του σκίτσου μέσα στην εφημερίδα. Παράλληλα έχεις την αίσθηση ότι παίρνεις από το σκίτσο πληροφορίες συμπληρωματικά και με τη λεζάντα , πληροφορίες για το είδος, τον χώρο, τα πρόσωπα και άλλα στοιχεία της εκδήλωσης.
Αλλά τι ενώνει και τι χωρίζει τη γλώσσα των λέξεων από τη γλώσσα της εικόνας; Η γλώσσα των λέξεων και οι ίδιες οι λέξεις είναι πάνω απ’ όλα συμβάσεις, συμβατικές οντότητες, πλασμένες από τον άνθρωπο εν κοινωνία, για να κοινωνήσει με τους άλλους, για να επι-κοινωνεί. Οσο κι αν η λέξη στην τέχνη του λόγου, στη λογοτεχνία, ιδιαίτερα στην ποίηση, μπορεί μέσα από τη μεταφορά να ανοίξει τα φτερά της σε σημασιολογικές δηλώσεις πέρα και έξω από την κυριολεκτική σημασία της, εντούτοις η λέξη έχει ένα συμβατικό περιεχόμενο, σταθερό και κοινό για όλους, αυτό που καθιστά δυνατή τη γλωσσική συνεννόηση, κατανόηση και επικοινωνία. Τέτοια συμβατικότητα δεν έχει από τη φύση της η εικόνα.
Η εικαστική δημιουργία ξεπερνάει τα όρια της συμβατικότητας και κινείται με τους όρους της τέχνης, δηλ. με ελευθερία, χωρίς δέσμευση σε συμβάσεις. Αυτή είναι άλλωστε η δύναμη και η αδυναμία της τέχνης. Να μιλάει σ’ αυτούς που μπορούν ή ξέρουν να ακούσουν και μαζί να τους μιλάει με πολλούς, συχνά ιδιαίτερους, για τον καθένα τρόπους. Αυτή η πολυσημία της εικόνας τη διαφορίζει από την εξ ορισμού μονοσημία της λέξης. Στην τέχνη ο δέκτης γίνεται αυτόματα δημιουργός όσο ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο το εικαστικό μήνυμα. Πρόκειται για μια ενεργητική και δημιουργική συγχρόνως διεργασία και όχι για μια απλή παθητική αποκωδικοποίηση. Αυτό ισχύει και για τη γλώσσα, αλλά σε μικρότερη έκταση.
Το σχεδιογράφημα, επειδή όπως το είπαμε ήδη πρέπει να λειτουργήσει συγχρόνως ως τέχνη αλλά και ως πληροφορία, οφείλει να σταθεί στο ενδιάμεσο της εικαστικής και της γλωσσικής επικοινωνίας, στο ενδιάμεσο της πολύσημης εικόνας και της μονόσημης λέξης· το σκίτσο για να διευκολύνει την πληροφορία οφείλει να είναι περισσότερο συμβατικά αναγνώσιμο απ’ ό,τι μια οποιαδήποτε εξεικόνιση στην τέχνη· και οφείλει μαζί για να μείνει στο πεδίο της τέχνης να είναι δημιουργική, έντεχνη εξεικόνιση, όχι απλή φωτογραφική απεικόνιση. Εδώ είναι που η λιτότητα των γραμμών, η εκφραστικότητα των μορφών, η χρήση των σκιάσεων, η κίνηση του σώματος, ο αέρας του περιβάλλοντος γίνονται καλλιτεχνικά μέσα. Η δε τέχνη του σχεδιογράφου είναι να ξεχωρίσει από το επουσιώδες το ουσιώδες και να το προβάλει· που σημαίνει να αξιολογήσει και να αναπλάσει, όχι να αναπαραγάγει την εικόνα. Και μάλιστα κατά τρόπον που να είναι προσλήψιμα από τον θεατή τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά, αυτά που θα επιτρέψουν την αναγνώριση και την κατανόηση του σκίτσου.
Ο μελετητής της γλώσσας των λέξεων και της γλώσσας της εικόνας θαυμάζει το κύριο χαρακτηριστικό και των δύο αυτών μορφών της γλώσσας: εννοώ την οικονομία. Με 25 φθόγγους στη γλώσσα μας μπορούμε να σημάνουμε στην Ελληνική τις 100.000 περίπου εύχρηστες λέξεις και τις 300.000 περίπου σημασίες που χρησιμοποιούνται στη γλωσσική επικοινωνία μας. Από το πεπερασμένο περνάμε αυτό θα πει γλώσσα, αυτό θα πει γλωσσικός κώδικας στον απέραντο αριθμό των λεξικών δηλώσεων και στο άπειρο των προτασιακών δηλώσεων που εκφράζουμε στη γλώσσα. Εχουμε να κάνουμε εδώ με αυτό που ονομάζουμε οικονομία της γλώσσας. Η ίδια αρχή ισχύει και στη γλώσσα των εικόνων. Με περιορισμένο αριθμό στοιχείων (γραμμών, σκιών, συνδυασμών) δημιουργεί ο σχεδιογράφος την απεραντοσύνη της γλώσσας του σκίτσου, που μπορεί να «μιλήσει» για τα πάντα. Είναι η μαγεία αυτή κάθε σημειακού συστήματος που κάνει τον άνθρωπο να μπορεί να επικοινωνεί μέσα από τις εικόνες όπως και μέσα από τις λέξεις.
Το Βήμα: Νέες Εποχές, σ. 6, 25/5/1997