Η αναζήτηση τού «ετύμου», τής αληθούς σημασίας τής λέξεως σύμφωνα με την προέλευσή της, η ετυμολογία είναι αυθόρμητη τάση τού ανθρώπου. ΄Ολοι έχουμε την τάση αρκετά συχνά να αναζητούμε, να ανασυνθέτουμε εκ τού προχείρου ή να νομίζουμε προς στιγμήν ότι ανακαλύπτουμε «από πού βγήκε» μια λέξη. Και το απολαμβάνουμε. Ωστόσο, δύο αιώνες ενασχόλησης τής γλωσσικής επιστήμης (ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας) με την ετυμολογία των λέξεων έχει δείξει —και το έχει διακηρύξει ρητά ο αείμνηστος Γ. Χατζιδάκις, ο πατέρας τής ελληνικής γλωσσολογίας— ότι δεν υπάρχει δυσκολότερο εγχείρημα από την (επιστημονική) διερεύνηση τής προέλευσης και των περιπετειών στην ιστορική εξέλιξη μιας λέξης. Η απόσταση ανάμεσα στην επιστημονική ετυμολογία και την παρ-ετυμολογία ή τη λαϊκή ετυμολογία είναι χαώδης. Η παρετυμολόγηση τής λέξης πανταλόνι από το «πάντα λειώνει» δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα: τη λέξη πήραμε από την Ιταλική, όπου η λ. pantaloni προήλθε από το όνομα τού Pantalone, ενός ήρωα τής ιταλικής commedia dell’ arte (17ος αι.), ο οποίος φορούσε μακριές και φαρδιές περισκελίδες (πανταλόνια). Ούτε η μπριζόλα είναι από το «εν πυρί ζέει όλα»! Είναι από μια βενετσιάνικη λέξη, τη λ. brisola, δάνειο κι αυτή από το γαλλικό bresole που προήλθε από το ιταλ. braciola, από brace «αναμμένο κάρβουνο», κι αυτό από μεταγενέστερο λατινικό brasa, που ίσως έχει γερμανική αρχή (πβ. σουηδικό brasa «φωτιά»).
Πηγή παρετυμολογιών για λέξεις τής Ελληνικής είναι —κάτι που δεν θα περίμενε κανείς— ένα έργο τού Πλάτωνος, ο «Κρατύλος» ή «Περί ονομάτων ορθότητος». Τόσο στο έργο αυτό όσο και στην πληθώρα των ετυμολογιών αρχαίων Γραμματικών και ετυμολογικών λεξικών υπόκειται η άποψη τής «φύσει» (αιτιώδους) σχέσης των λέξεων με τα πράγματα, γεγονός που οδηγούσε στην αναζήτηση τής αρχικής σημασίας (και μορφής) μιας λέξης μέσα από τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των πραγμάτων με λογικά άλματα και αχαλίνωτη φαντασία που δεν υπόκειται σε επιστημονικό έλεγχο. Η επιστήμη τής γλωσσολογίας, με πρώτον τον Ferdinand de Saussure (θεωρία περί γλωσσικών σημείων), έδειξε ότι η σχέση σημασίας («σημαινομένου») και μορφής («σημαίνοντος») κάθε λέξης έχει συμβατικό χαρακτήρα και δεν μπορείς από τη μορφή (τον τύπο) τής λέξης να εξηγήσεις και τη σημασία της. Έτσι οι επιστήμονες, αφήνοντας κατά μέρος τις αναπόδεικτες γλωσσολογικές εικοτολογίες (πώς έγιναν οι λέξεις από τους πρώτους ανθρώπους…), στηρίχθηκαν στο ίδιο το γλωσσικό υλικό είτε μιας συγκεκριμένης γλώσσας είτε συγγενών γλωσσών, για να αναχθούν στις αρχικές σημασίες και μορφές, δηλ. για να ετυμολογήσουν τις λέξεις. Έτσι λ.χ. η αρχαία και νέα ελληνική λ. μαγνήτης δεν έχει καμία σχέση με τις ιδιότητες ή τα χαρακτηριστικά τού μαγνήτη, αλλά προήλθε από το αρχ. (η) Μαγνήτις λίθος, που ονομάστηκε έτσι από το Μάγνης/ Mάγνητες, ονομασία αρχαίων Ελλήνων Μακεδόνων που εγκαταστάθηκαν (τον 12ο αι. π.Χ.) στη Μαγνησία, η οποία και πήρε το όνομά τους. Με τη σειρά του το μαγνήτης (λίθος) έδωσε στην αρχαία τη λ. μαγνησία, απ’ όπου το νεολατ. magnesiα που έδωσε το ξένο (αγγλ., γαλλ.) magnesium, απ’ όπου πλάστηκε ως δάνειο (!) στη Νέα Ελληνική το μαγνήσιο, όνομα χημικού στοιχείου. Το μαγνήσιο μάλιστα ως δάνειο από ξένη γλώσσα, που κι αυτή το δανείστηκε προηγουμένως από τα Ελληνικά, αποτελεί αντιδάνειο τής Ελληνικής.
Αυτά μάλιστα τα αντιδάνεια, «λέξεις-αλήτες», που περιπλανώνται μέχρι να ξαναγυρίσουν πίσω στη γλώσσα απ’ όπου ξεκίνησαν, έχουν ιδιαίτερο ετυμολογικό ενδιαφέρον. Έτσι λ.χ. το αμπάρι είναι μεν από το τουρκικό ambar, αλλά αυτό προήλθε από το ελλην. εμπόριον. Η γαζία προέρχεται από βενετσιάνικο gazia κι αυτό από ιταλικό cacia, αλλά το ιταλ. προήλθε από το ελλην. ακακία. Το σκίτσο προέρχεται από ιταλ. schizzo που ανάγεται σε λατ. schedium, «αυτοσχέδιο πόνημα» (ουδέτερο τού επιθ. schedius ), το οποίο προήλθε από το αρχ. ελλην. σχέδιος που σήμαινε «προσωρινός και πρόχειρος, αυτοσχέδιος», παράγωγο τής λ. σχεδόν. Ας σημειωθεί ότι σκίτσοου (schizo) στην αγγλική αργκό σημαίνει «σχιζοφρενής, τρελός» και παράγεται από το ελλην. σχιζο– σε λέξεις όπως schizophrenia, schizoid, schizomycete, schizont κ.ά. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι και το σκετς, που πήραμε από το sketch τής Αγγλικής, ανάγεται (μέσω τού ολλανδ. schets ) στο ιταλ. schizzo που, όπως μόλις εξηγήσαμε, προήλθε από το ελλην. σχέδιος. Είναι δηλ. κι αυτό αντιδάνειο. Κι ο καναπές, από το γαλλ. canape (από γαλλ. conope «κάλυμμα κρεβατιού»), ανάγεται στο αρχ. ελλ. κωνωπείον «ανάκλιντρο με κουνουπιέρα» μέσω τού λατ. conopeum. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση τής λ. ελιξήριο, που πήραμε σε νεότερους χρόνους από τα Γαλλικά (elixir, 14ος αι.) ή τα Αγγλικά (elixir, 14ος αι.), όπου πέρασε μέσω τής νεολατινικής (για χρήσεις που αφορούσαν στην αλχημεία) η αραβική λ. al-iksir. Αυτή όμως δεν είναι παρά το αρχ. ελλ. ξηρίον (<ξηρός) «ειδική σκόνη για την επούλωση τραυμάτων και την επίσχεση τής αιμορραγίας» μαζί με το αραβ. άρθρο al «το». Από την ετυμολογία τής λέξης προκύπτει και η ορθογραφία της με -η- (ελιξήριο και όχι ελιξίριο) αφού ανάγεται στο ελλην. ξηρίον/ξηρός.
Ένας χώρος τής ετυμολογικής έρευνας τής ελληνικής γλώσσας αφορά στο πλήθος των νέων, λόγιας προελεύσεως λέξεων, που πλάστηκαν κυρίως τον 19ο αιώνα στο πλαίσιο τού καθαρισμού τής ελληνικής γλώσσας από την πληθώρα των ξένων λέξεων (τουρκικών, βενετσιάνικων κ.λπ.) που είχαν εισαχθεί στη γλώσσα στη διάρκεια τής τουρκοκρατίας. Με το κίνημα τού καθαρμού τής γλώσσας, που κήρυξε ο Αδαμάντιος Κοραής ακολουθούμενος από τους Διδασκάλους τού Γένους, πολλές ξένες λέξεις αντικαταστάθηκαν από ελληνικές: ο κεφίλης έγινε εγγυητής, ο μινίστρος υπουργός, το κουμέρκι τελωνείο, η μπάγκα τράπεζα, το μενζίλι δημοσία οδός και δημοσιά, ο περδές αυλαία, η πόστα ταχυδρομείο, το κοντράτο συμβόλαιο, ο κουγιουμτζής χρυσοχόος, ο κασιέρης ταμίας, η γαζέτα εφημερίδα, το λαγούμι υπόνομος, το πασαπόρτι διαβατήριο, το μαργέλι κράσπεδο, το μεζάτι δημοπρασία κ.λπ.
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η ετυμολογία των κυρίων ονομάτων, προσώπων (ανθρωπωνυμίων), τόπων (τοπωνυμίων) κ.λπ. Το Αγρίνιο λ.χ. είναι αρχαίο τοπωνύμιο από τους Αγραίους, αρχαίο αιτωλικό φύλο (Αγραίοι = αγρευτές, κυνηγοί < άγρα «κυνήγι» ή «αγρότες, άνθρωποι τής γης» < αγρός). Η πόλη, μετά την καταστροφή της το 314 π.Χ., επανεμφανίζεται τον 13ο αι. ως οικισμός με το όνομα Βραχώρι (<Βλαχώρι <Βλαχοχώρι <Βλοχοχώρι «χωριό που οι κάτοικοί του κατάγονταν από τον Βλοχό τής Θεσσαλίας). Το 1835, αφού ιδρύθηκε το Νέο Ελληνικό Κράτος, το Βραχώρι ξαναπήρε την αρχαία ονομασία Αγρίνιο. Τα Βαλκάνια προέρχονται από το τουρκ. balcan που σημαίνει «όρος», όνομα που δόθηκε από τους Τούρκους στο όρος Αίμος. Η Καλαμάτα, μεσαιωνική ονομασία τής αρχαίας πόλης Φεραί, πήρε το όνομά της από ένα παλιό βυζαντινό μοναστήρι τής περιοχής, την Παναγία την Καλομάτα απ’ όπου το Καλαμάτα (με αφομοίωση τού -ο- σε -α-).
Ενίοτε η ετυμολογία μιας λέξης εμφανίζει την αμηχανία μας για την αληθινή προέλευση μιας λέξης ή, άλλοτε, περίεργες συγκυρίες που καθορίζουν την ονομασία των λέξεων. Έτσι για την ετυμολογία τής λέξης καγκουρό, που δηλώνει το γνωστό μαρσιπποφόρο θηλαστικό της Αυστραλίας, λέγεται ότι προήλθε από τη φράση των ιθαγενών (Aborigines) τής Αυστραλίας ka gouro, δηλ. «δεν ξέρω», με την οποία απάντησαν στον Άγγλο εξερευνητή J . Cook όταν τους ρώτησε πώς ονομάζουν αυτό το ζώο! Ενώ η ευαγγελική φράση «μη μου άπτου», την οποία είπε ο Χριστός προς τη Μαρία μετά την Ανάσταση («μη μου άπτου, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα», Ιωάν. 20. 17), μια φράση που σήμαινε «μη με αγγίζεις», έφτασε —από παρερμηνεία ή συνειδητή μεταφορά— να σημαίνει τον υπερβολικά ευαίσθητο, τον ευπαθή ή τον μυγιάγγιχτο, που καμία σχέση δεν έχει με το δογματικό περιεχόμενο τής ευαγγελικής χρήσεως.
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 7 Δεκεμβρίου 1997