Το «μέγιστον δίδαγμα», ακόμη και για έναν γλωσσολόγο όπως ο γράφων που μελετά επιστημονικά την ελληνική γλώσσα πάνω από τριάντα χρόνια, υπήρξε η διαπίστωση του μεγάλου εκφραστικού και δηλωτικού πλούτου της σύγχρονης Ελληνικής. Και είναι, βεβαίως, εύλογο και αναμενόμενο για μια γλώσσα με σαράντα τουλάχιστον αιώνες αδιάκοπης προφορικής παράδοσης και με τριάντα αιώνες γραπτής καλλιέργειας να εμφανίζει, όπως η σύγχρονη Ελληνική, εξαιρετικό γλωσσικό πλούτο στη δήλωση εννοιών και νοημάτων, σε σημασίες και σημασιολογικές αποχρώσεις, σε αριθμό συνωνύμων και αντωνύμων (αντίθετης σημασίας) λέξεων, και κυρίως σε εύρος χρήσεων και σε φάσμα παγιωμένων λεξιλογικών συνάψεων, δηλ. φράσεων, που αφήνουν έκπληκτο και τον ειδικό ακόμη μελετητή. Το ξεχωριστό είναι ότι αυτό που αναμένει ή προσδοκά κανείς από την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, το βλέπει να αναδεικνύεται μόνο του, να βγαίνει ανάγλυφο μέσα από την πιο πρόσφατη, συστηματική, επιστημονική καταγραφή και ανάλυση του λεξιλογικού θησαυρού της Νέας Ελληνικής, που αποτελεί αυτό το Λεξικό.
Πόσο έχουμε συνειδητοποιήσει ως ομιλητές της Ελληνικής ότι με τις πιο απλές σε σημασία λέξεις, π.χ. με τη λέξη χέρι, μπορούμε να πούμε στα Ελληνικά πάνω από 50 φράσεις; Παραδείγματα (από το «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του γράφοντος) βαρύ χέρι, ελαφρύ χέρι, μακρύ χέρι, κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια, έρχομαι/πιάνομαι στα χέρια, σηκώνω τα χέρια (ψηλά), σηκώνω κάποιον στα χέρια, (από) δεύτερο χέρι, παίρνω από το χέρι, στο δεξί/αριστερό (σου) χέρι, με τον σταυρό στο χέρι, ζητώ το χέρι (κάποιας), είναι στο χέρι (κάποιου), δίνουμε τα χέρια, δένω τα χέρια (κάποιου), λύνω τα χέρια, βάζω/δίνω ένα χέρι (βοηθείας), βάζω το χέρι (μου) στην καρδιά, με το χέρι στην καρδιά, βάζω το χέρι μου στη φωτιά/στο Ευαγγέλιο, βάζω (κάποιον) στο χέρι, βάζω κι εγώ το χέρι μου (σε κάτι), βάζω χέρι (!), απλώνω χέρι, με άδεια χέρια, κόβω τα χέρια (κάποιου), να μου κοπεί το χέρι, αν…, ό,τι περνά από το χέρι μου, (είναι/έχω) του χεριού μου, φιλώ το χέρι, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ το, (δεν) βάζω το χέρι στην τσέπη, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι, το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο, χαμένος/καμένος από χέρι, χέρι-χέρι, τρίβω τα χέρια μου, κάτω τα χέρια από (κάποιον/κάτι), και με τα δυο χέρια, λερώνω τα χέρια μου με αίμα, δεξί χέρι, εργατικά χέρια, πιάνουν τα χέρια μου, έχω/παίρνω το πάνω χέρι, έχω/κρατώ (κάποιον) στο χέρι, μου πέφτει στα χέρια, πέφτω στα χέρια (κάποιου), γλυτώνω από τα χέρια, σε καλά χέρια, σε ξένα χέρια, αλλάζω χέρια, από χέρι σε χέρι, χέρι με χέρι, από πρώτο χέρι κ.ά. Το ιδιαίτερο με την Ελληνική, τη σύγχρονη Ελληνική, είναι ότι η ιστορική της παράδοση τής δίνει τη δυνατότητα σ’ αυτήν και σε πάμπολλες άλλες περιπτώσεις να αξιοποιήσει εκφραστικά (σε λογιότερο ύφος) και ορισμένες λεξιλογικές συνάψεις (φράσεις) με τον αρχαιότερο τύπο χειρ! Παραδείγματα (από το «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας»): ήρξατο χειρών αδίκων, έχω ανά χείρας, ζητώ τη χείρα (κάποιας από κάποιον), τείνω χείρα βοηθείας, τείνω χείρα επαιτείας, συν Αθηνά και χείρα κίνει, νίπτω τας χείρας μου, δευτέρα χειρ, διά χειρός. Κι αν το χέρι δίνει σύνθετα και παράγωγα, όπως χεράκι, χερούλι, χερούκλα, χέρα, χερακώνω, χεριά, χεριάζω, χερικό, χερόβολο, χεροκάμωτος, χεροπάλαμο, γουδοχέρι, κ.ά., το χειρ δίνει ένα άλλο πλήθος νεοελληνικών συνθέτων όπως χειραγωγώ, χειραφετώ, χειραψία, χειραποσκευές, χειρίζομαι, χειρόγραφο, χειροβομβίδα, χειροδικώ, χειροθεσία, χειροκέντητος, χειροκίνητος, χειροκροτώ, χειρολαβή, χειρονομώ, χειροπέδες, χειροπιαστός, χειροποίητος, χειροπρίονο, χειροτεχνία, χειροτονώ, χειρουργός, χειροφίλημα, χειρόφρενο κ.ά. Να γιατί ο ιστορικός της ελληνικής γλώσσας μιλάει για διπλή γλωσσική παράδοση, για δύο παράλληλα ρεύματα που ενώθηκαν για να αποτελέσουν το πλούσιο ποτάμι της νεοελληνικής γλώσσας.
Το δεύτερο μεγάλο δίδαγμα που βγαίνει άμεσα και ανάγλυφα από το Λεξικό, όχι ως εύλογη προσδοκία ή έστω και ως γλωσσικό ιδεολόγημα, είναι η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και η συνοχή της σε λεξιλογικό επίπεδο. Η συστηματική ετυμολόγηση των λέξεων της Νέας Ελληνικής όπως γίνεται στο Λεξικό δείχνει ότι η πλειονότητα των λέξεων της σύγχρονης γλώσσας, άμεσα (ως απευθείας συνέχεια) ή έμμεσα (ως αντιδάνεια ή, κυρίως, ως νεότεροι λόγιοι σχηματισμοί) ανάγονται στα «παλαιότερα Ελληνικά» μας, στην αρχαία ή τη μεταγενέστερη ή τη μεσαιωνική (βυζαντινή) ή τη νεότερη λόγια γλωσσική παράδοση. Οι περισσότερες δηλ. νεοελληνικές λέξεις, ιδίως αυτές που χρησιμοποιούνται σε πιο απαιτητικές μορφές επικοινωνίας αποτελούν είτε επι-βιώσεις είτε ανα-βιώσεις παλαιότερων ελληνικών λέξεων. Λέξεις λ.χ. όπως δημοσιογράφος, δημοσιότητα, επειγόντως, επετηρίδα, επιβάρυνση, επιβίβαση, πλειοψηφία, πλαισιώνω, δηλητηριάζω, βασίζω/βασίζομαι, διαπαιδαγώγηση, εφετείο, λαθρεμπόριο, νεκροτομείο, εξόντωση, επιφύλαξη, ολοκληρώνω, στρατώνας, ταξινομώ, υπνοβάτης, χειροκροτώ, εκδήλωση, επαρχιακός, εχθρότητα κ.τ.ό. είναι νεόπλαστες λέξεις από τη λόγια παράδοση. Μια σειρά άλλων ελληνικών λέξεων πλάστηκαν κατά τα λόγια πρότυπα ή προήλθαν από λέξεις της αρχαίας ή της μεσαιωνικής, για να αντικαταστήσουν διάφορες ξενικές λέξεις πρόξενος (αντί κόνσολας), υπουργός (αντί μινίστρος), στρατόπεδο (αντί καζάρμα), στράτευμα (φουσάτο), χωροφύλακας (ζαπτιές), συμβόλαιο (κοντράτο), λεπτό (μινούτο), κιμωλία (τεμπεσίρι), λατομείο (νταμάρι), στρατιώτης (σολντάτος), φαρμακείο (σπετσαρία), δήμιος (τζελάτης), γιατρός (ντοτόρος), εφημερίδα (γαζέτα), λεωφορείο (μπούσι), χειροβομβίδα (γρενάτα) κ.λπ. Ελληνικής αρχικής προελεύσεως, που επανήλθαν στην Ελληνική μέσω ξένης γλώσσας (αντιδάνεια), είναι και λέξεις όπως γαζία (από ελλην. ακακία), βάρκα (από αρχ. ελλην. βάρις), άρια (ελλ. αήρ), καναπές (αρχ. ελλ. κωνωπείον «ανάκλιντρο με κουνουπιέρα»), καμπούρης (ελλ. καμπύλος), τσαμπούνα (ελλ. συμφωνία), τσιμπούσι (πιθ. ελλ. συμπόσιο), πέναλτι (ελλ. ποινή), γάντζος (ελλ. γαμψός), αμπάρι (ελλ. εμπόριο), διαμάντι (ελλ. αδάμας) κ.λπ.
Το τρίτο σημαντικό δίδαγμα είναι ότι η σύγχρονη Ελληνική είναι πλέον μια ζωντανή και πλούσια αστική (δημοτική) γλώσσα, που έχει ραγδαία διευρύνει τους λεκτικούς της ορίζοντες με ένα πλήθος νέων λέξεων από τους χώρους της τεχνολογίας, της επιστήμης, των μέσων ενημέρωσης, τη διοίκηση (με τις εκατοντάδες χιλιάδες των σελίδων που μεταφράζονται από έγγραφα της Κοινότητας) και την εκπαίδευση. Ετσι ο (παλαιότερος) μύθος ότι η δημοτική γλώσσα είναι κατάλληλη μόνο για τη λογοτεχνία, που ούτε στο παρελθόν ευσταθούσε, έχει καταρριφθεί και έχει δώσει τη θέση του σε μια γλωσσική πραγματικότητα που, όταν δεν υπερέχει, συμβαδίζει ισότιμα με όλες τις μεγάλες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Το Βήμα: Νέες Εποχές, σ. 3, 31/5/1998