Η καθ’ ημάς ελληνική διάλεκτος (Σκαρλάτος Βυζάντιος)

Ο Δημήτριος Σκαρλάτος ο Βυζάντιος (1798-1878) υπήρξε μεγάλη πνευματική μορφή του 19ου αιώνα, συντάκτης τριών λεξικών που σφράγισαν την ελληνική λεξικογραφία και μαζί ο πρώτος Έλληνας λεξικογράφος, ο οποίος γράφει λεξικό μέσα στην Ελλάδα, στο ελεύθερο νέο ελληνικό κράτος. Το πρώτο του λεξικό (1835) είναι λεξικό της Νέας Ελληνικής, της δημοτικής όπως θα λέγαμε σήμερα και φέρει τον τίτλο «Λεξικόν της καθ’ ημάς ελληνικής διαλέκτου μεθηρμηνευμένης εις το αρχαίον ελληνικόν και το γαλλικόν». Είναι το λεξικό, που ο διευθυντής και εκδότης του α’ τόμου του ιστορικού λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, ο Άνθιμος Παπαδόπουλος, χαρακτηρίζει ως «το πληρέστερον και τελειότερον λεξικόν του 19ου αιώνος», μολονότι δεν περιέχει περισσότερες από 10.000 λέξεις και μολονότι ο ίδιος ο λεξικογράφος εξηγεί έντιμα και προειδοποιεί τον αναγνώστη «Αυτά προοιμίασα δι’ εκείνους, όσοι βλέποντες την επιγραφήν του πονήματός μου, απαιτήσωσι Λεξικόν εντελές της σημερινής των Ελλήνων γλώσσης, εν ω κυρίως δεν είνε παρά βοήθημα πρόχειρον διά τους πρωτομαθείς σπουδαστές της αρχαίας Ελληνικής».

     Το δεύτερο λεξικό του Βυζαντίου είναι το Λεξικόν Ελληνικόν και Γαλλικόν (α’ έκδ. 1846), πολύτιμο για το πλήθος των νέων λέξεων που περιέχει από μεταφράσεις ή και αποδόσεις αντιστοίχων λέξεων της Γαλλικής, της οποίας ο Βυζάντιος υπήρξε άριστος γνώστης. Το τρίτο λεξικό, το πιο γνωστό, είναι το «Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης», έκδοση του 1852. Πρόκειται για λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, συντεταγμένο με βάση τον περίφημο Θησαυρό της ελληνικής γλώσσας του Ερρίκου Στεφάνου «εκ του οποίου», κατά τον Σκαρλάτο Βυζάντιο, «καθώς από του Ωκεανού, πάντες μεν ποταμοί, πάσα δε θάλασσα λεξικογραφίας Ελληνικής».

     Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, αυτοδίδακτος λεξικογράφος, ανήκει στους εξαιρετικής παιδείας λογίους του 19ου αιώνα, που με τα λεξικά και τις γλωσσικές θέσεις του έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην εποχή του, συγκαταλεχθείς στους διδασκάλους του Γένους. Τα λεξικά του απετέλεσαν σημεία αναφοράς στις γλωσσικές και φιλολογικές σπουδές και πολύτιμη πηγή υλικού για τα λεξικά που ακολούθησαν. Το κυριότερο όμως είναι ότι η λογιότητα του Σκαρλάτου Βυζαντίου, η επαγγελματική σχεδόν ενασχόλησή του με τη σύνταξη λεξικών και η επαφή του με ξένα μεγάλα (ιδίως γαλλικά) λεξικά, τα οποία φαίνεται να γνωρίζει όπως γνωρίζει και τη σχετική με τα λεξικά και τη γλώσσα βιβλιογραφία της εποχής του, ανήγαγαν τα λεξικά του σε πρότυπα που και την ποιότητα των ελληνικών λεξικών έκτοτε ανέβασαν και άλλους λογίους παρεκίνησαν να ασχοληθούν με τη λεξικογραφία, όπως ο Άγγελος Βλάχος, ο Ν. Κοντόπουλος, ο Γ. Ζηκίδης, ο Αντ. Ηπίτης κ.ά.

Υπέρμαχος του καθαρμού
Ωστόσο το λεξικό του Βυζαντίου δέχθηκε την επίδραση που άσκησε στη λεξικογραφία η ιδεολογία των λεξικογράφων του 19ου αιώνα. Σ’ αυτό και τα ερμηνεύματα των νεοελληνικών λέξεων είναι στην αρχαία (!) και οι ξενικής καταγωγής (τουρκικής, ιταλικής, βενετσιάνικης ή και γαλλικής) νεοελληνικές λέξεις διαχωρίζονται από το κύριο σώμα των λημμάτων και δίδονται στο τέλος τού λεξικού, σε ειδικό «παράρτημα περιέχον τας εκφυλλοφορητέας [δηλ. τις απόβλητες και ελληνιστί αποδιδόμενες] ετερογλώσσους λέξεις»! Αυτά φυσικά συνδέονται με την ξεκάθαρη και μαχητική τοποθέτηση του Σκαρλάτου Βυζαντίου υπέρ του εξαρχαϊσμού τής γλώσσας αφενός (γραπτή και προφορική γλώσσα τού ελεύθερου ελληνικού κράτους πρέπει να γίνει σταδιακώς η αρχαία ελληνική γλώσσα) και υπέρ του καθαρισμού τής νεοελληνικής από τους ξενισμούς αφετέρου.

     Με άλλα λόγια, σχετίζεται με τη θέση τού Σκαρλάτου Βυζαντίου στο γλωσσικό ζήτημα, που τότε βρίσκεται ακόμη στην αρχή του, και με το κήρυγμα τού Κοραή για καθαρμό και διόρθωση τής γλώσσας από ξενισμούς και «χυδαϊσμούς», το οποίο ο Βυζάντιος ασπάζεται και εφαρμόζει συστηματικά στο Λεξικό του. Η ιδεολογία δηλ. του Σκαρλάτου Βυζαντίου κατευθύνει και τη λεξικογραφία του. Έτσι στο «Παράρτημα των εκφυλλοφορητέων» δεν υπάρχουν μόνο λέξεις άγνωστες στη σημερινή γλώσσα και χρήσιμες μόνο για την ιστορία τής Ελληνικής (π.χ. ασμά-καμπάκι το κολοκύθι, δεξγκερές το φορείο για ασθενείς, ιλτιζάμια τα δημόσια τέλη, μασαλάς η δάδα, ο πυρσός, τουλούμπα η αντλία, ταμπιέτι η συνήθεια, σουγιολού ο υδραγωγός, σπετσαρία το φαρμακείο, χοκκαμπαζλήκια οι γητειές κ.λπ.), αλλά και πολλές ξένης καταγωγής λέξεις που επικράτησαν από τότε στην Ελληνική και που δεν δικαιολογείται η αποβολή τους από τη γλώσσα (π.χ. αμπάρι, βάρδια, βιολί, γάντζος, ζάρι, ίντριγκα, καβουρδίζω, καβγάς, λακέρδα, μάστορης, μπακάλης, νεράτζι, ομπρέλλα, πανταλόνι, πέννα, σαλάτα, τεμπέλης, φουστάνι, χάπι, χαβιάρι κ.λπ.).

     Οπωσδήποτε, ο ίδιος ο Βυζάντιος σπεύδει στα Προλεγόμενά του να αναγνωρίσει ότι η αντικατάσταση των ξενικών λέξεων ονομάτων με ελληνικές δεν είναι πάντοτε δυνατή ή απαιτεί την πάροδο μακρού χρόνου για να επικρατήσει, δίνει δε το ακόλουθο χαρακτηριστικό παράδειγμα δημόσιας προκήρυξης πλειστηριασμού πλοίου που κατ’ ανάγκην θα διατυπωνόταν τότε (το 1835) μ’ ένα πλήθος ξενικών όρων: «Εκτίθεται εις πλειστηριασμόν η Βομβάρδα (δείνα), έχουσα δύο ιστούς, έν μπομπρέσον με το μπαστούνι ‘των, ένα τρίγκον, έν μπαροκέττον, ένα μπαμπαφίγκον, τρεις φλόκους, μίαν μπούμπαν, μίαν στραγέραν, έν φλίτζι,… έν βίντζι, έν καρατέλο, έν μενούτον, δύο μάντους με τους μακαράδες ‘των, έν πινέλον και ένα μουσαμάν».

Πλούσια λήμματα
Με τον Βυζάντιο το ελληνικό Λεξικό αρχίζει να παίρνει τη δομή ενός σύγχρονου λεξικού. Σε κάθε λήμμα δίνονται χρήσιμες γραμματικές πληροφορίες και μερικές συντακτικές (για ρήματα), χωρίς φυσικά την πληρότητα και τον συστηματικό χαρακτήρα των νεότερων λεξικών. Συχνά παρέχονται και ετυμολογικές πληροφορίες, που τις περισσότερες φορές έχουν εμπειρικό χαρακτήρα ή αποτελούν παρετυμολογίες, αφού δεν έχει ακόμη εμφανισθεί στην Ελλάδα η επιστημονική ετυμολογία. Το κύριο όμως είναι η (εκπληκτική για ορισμένα λήμματα) περιγραφή των χρήσεων μιας λέξης, με παραδειγματικές φράσεις ­ συχνά και παροιμίες, κατά τη διδασκαλία τού Κοραή ­ που σε μεγάλα λήμματα (όπως λ.χ. το ρήμα πιάνω) καταλαμβάνουν πάνω από 8 στήλες (των 50 τυπογραφικών αράδων)! Συγκεκριμένα στο λήμμα πιάνω διαβάζουμε: «συλλαμβάνω, αιρέω, αλίσκω, έχω […] (κυρ. ζώα με την παγίδα)» ­ «πιάνω (διά των χειρών)» ­ «όσοι πιάνουν σφικτά ταις πυρωμέναις σούβλαις, καίονται ολιγώτερον. Οι τους διαπύρους οβελίσκους σφοδροτέρως πιάσαντες, ήττον καίονται (Θεόφρ. περί Πυρ.)» ­ «και πιάνωντάς ‘τον από το δεξί χέρι, ‘τον εσήκωσε. Και πιάσας αυτόν της δεξιάς χειρός ήγειρε (Πράξ. Απόστ. Γ’)» ­ «εσιχάθη και έπιασε την μύτην ‘της. Απεστράφη την ρίν’ επιλαβούσα, Αριστοφ.» ­ «έπιασε τον σφυγμόν ‘του και παρατηρούσε» ­ «’τον πιάνεις από την μέσην, και τον κουνείς» ­ «όλην την νύκτα εψάρευαν, και ‘δεν έπιασαν τίποτε» ­ «και επιάναμεν και παγούρια [ενν. καβούρια] μεγαλούτσικα» ­ «’δεν έπιασε (φρσ. μεταφορ., όταν αποτυχαίνη το πράγμα και δεν κατορθώνεται ο σκοπός […]» ­ «έλα ‘να πιάσωμε’ τό’ χορό’ (συνεκδοχή) αντί ‘να πιασθούμεν από τα χέρια ίνα χορεύσωμεν» ­ «πιάνω τους δρόμους» ­ «πιάνω δουλειάν» ­ «’τον έπιασε (ελλειπ. το δαιμόνιον, η τρέλλα)» ­ «’τον έπιασεν (τον ‘πήρεν) ο θυμός» ­ «’τον έπιασε ο πόνος» ­ «διότι ‘τον έπιασε κεφαλόπονος δυνατός» ­ «επιάσθη (επιάσθηκαν τα πόδια’ του κτλ.)» ­ «με πιάνει η θάλασσα» ­ «’να μη σε πιάση ‘μάτι» ­ πιάνω ‘σπίτι (εργαστήρι κτλ.)» ­ «πιάνω τόπον εις το θέατρον» ­ «σ’ έπιασα, καταραμένε» ­ «αυτό το φόρεμα με ταις πολλαίς λόξαις (σούφραις) πολλά σε πιάνει» ­ «έπιασεν (‘δεν έπιασεν) η βαφή» ­ «έπιασε (‘δεν έπιασε) το άλας ‘ς το φαγεί» ­ «το δένδρον (το φυτόν κτλ.) πιάνει» ­ «το φαγεί έπιασεν» ­ «πιάσθηκε σκλάβος» ­ «πιάσθηκε’ς τα ‘ξάβεργα» ­ «πιάνουνταν η φωνή του» ­ «πιάνομαι από τα λόγιά μου» ­ «πιάνομαι (πιάνονται τα μέλη μου δηλ.)» ­ «μη πιάνεσαι με τον μεγαλύτερόν σου» κ.λπ. κ.λπ.

     Για τον ιστορικό τής γλώσσας ο αποθησαυρισμένος από τον Βυζάντιο λεξικογραφικός πλούτος τής κοινής ομιλουμένης γλώσσας μέσα στις χρήσεις, τις φράσεις και τα παραδείγματα αποτελεί πολύτιμη πηγή, που δεν αμαυρώνεται από το γεγονός ότι τα περισσότερα ερμηνεύματα δίδονται στην αρχαία γλώσσα ή από το ότι συσχετίζονται συνεχώς με αντίστοιχες φράσεις-χρήσεις από χωρία αρχαίων συγγραφέων. Αντίθετα, ο ιστορικός τής γλώσσας αλλά και ο «επαρκής» ή και ο φιλοπερίεργος αναγνώστης έχει, μ’ αυτόν τον τρόπο, την ευκαιρία να διαπιστώνει ­ μέσα από τη σοφία και την αρχαιομάθεια αλλά και από τον μόχθο τού λεξικογράφου ­ τη γλωσσική συνέχεια και συνοχή τής ελληνικής γλώσσας, οφειλόμενη στην αδιάσπαστη προφορική της παράδοση.

Στη δίνη του «γλωσσικού»
Είναι κρίμα για τη λεξικογραφική καταγραφή τής νέας ελληνικής γλώσσας ότι ο πρώτος, στην πραγματικότητα, νεοέλληνας «Ελλαδικός» λεξικογράφος, ένας βαθύς και ευαίσθητος γνώστης τής ελληνικής γλώσσας, ο Σκαρλάτος Βυζάντιος εγκατέλειψε την προσπάθεια τού 1835, το Λεξικό τής νεοελληνικής γλώσσας, για να ασχοληθεί με την πολύ πιο επίπονη και χρονοβόρα σύνταξη τού Λεξικού τής αρχαίας Ελληνικής (α’ έκδ. 1839, β’ έκδοση τελείως αλλαγμένη και οιονεί νέο έργο, η έκδοση τού 1852) και του ελληνογαλλικού και γαλλοελληνικού λεξικού (α’ έκδ. 1846). Αν ο Βυζάντιος συνέχιζε κατά τη διάρκεια τού μακρού βίου του (πέθανε το 1878) τη συμπλήρωση και επέκταση τού νεοελληνικού του λεξικού, με την αίσθηση και την ευαισθησία τού έμπειρου λεξικογράφου που διέθετε θα είχε δώσει ένα ολοκληρωμένο νεοελληνικό λεξικό που θα βοηθούσε ίσως και στην καλύτερη εξέλιξη τού ζητήματος τής γλώσσας.

     Η ανάμειξή του, ωστόσο, στο γλωσσικό και η λεξικογραφική και γενικότερη γλωσσική ιδεολογία του τον απέτρεψαν να ασχοληθεί με τη συνέχιση ενός έργου που στην εποχή του και μέχρι της εμφανίσεως τού Ψυχάρη στο προσκήνιο (δέκα μόλις χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1888 δημοσιεύεται το «Ταξίδι» τού Ψυχάρη) δεν φαίνεται να είχε μεγάλη απήχηση στον πολύ κόσμο. Το χειρότερο δε είναι ότι μέσα στη δίνη τού «γλωσσικού εμφυλίου», που ξεσπάει στις τελευταίες δεκαετίες τού 19ου αιώνα και κορυφώνεται στις πρώτες δεκαετίες τού 20ού, δημιουργείται ένα κλίμα γλωσσικής ρευστότητας και ανασφάλειας που δεν ενθαρρύνει τους δυναμένους (γλωσσολόγους, φιλολόγους, λογίους) να ασχοληθούν με την έκδοση λεξικογραφικών περιγραφών τής διχασμένης (λόγιας και δημοτικής) νεοελληνικής γλωσσικής παράδοσης.

      Είναι αξιοσημείωτο ­ και τραγικό συγχρόνως ­ ότι τα επόμενα 100 χρόνια (από το 1835 μέχρι το 1933) δεν εκδίδεται κανένα σημαντικό ερμηνευτικό λεξικό τής νεοελληνικής γλώσσας εκτός από τα δίγλωσσα («ξενόγλωσσα») λεξικά τής Γαλλικής που κι αυτά αναφέρονται κυρίως στη λόγια μόνο γλώσσα. Την ίδια δεκαετία (του 1930) εκδίδεται το εννοιολογικό λεξικό τού Πέτρου Βλαστού (1931) και, με κορύφωση την επόμενη δεκαετία (του ’40), αρχίζουν να εκδίδονται τα πρώτα λεξικά των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων.

     Εξαίρεση από τη «λεξικογραφική σιγή» τού ενός περίπου αιώνα αποτελεί η έκδοση δύο λεξικών, τα οποία όμως ούτε της νεοελληνικής κοινής (δημοτικής, ομιλουμένης γλώσσας) λεξικά είναι ούτε «ερμηνευτικά λεξικά» με τη συνήθη τού όρου έννοια. Αναφέρομαι στο «Λεξικόν ορθογραφικόν και χρηστικόν της ελληνικής γλώσσης της τε αρχαίας και της νεωτέρας» (α’ έκδ. 1899, β’ έκδ. 1913) του Γεωργίου Δ. Ζηκίδου και στο «Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» (1900) του καθηγητή Στέφανου Δ. Κουμανούδη.

Το Βήμα: Νέες Εποχές, σ. 9, 8/3/1998

Καλάθι αγορών
Scroll to Top