Η ετυμολογία στην εκμάθηση τής γλώσσας

   Το ότι το ετυμολογικό μου λεξικό («Ετυμολογικό Λεξικό τής Νέας Ελληνικής. Ιστορία των λέξεων») εξαντλήθηκε μέσα σε τρεις εβδομάδες (!) και επανακυκλοφορείται σε ανατύπωση αποτελεί, νομίζω, ένα γλωσσικό γεγονός που – όχι ως επίτευγμα τού συγγραφέα, αλλά ως γεγονός καθ’ εαυτό – αξίζει να σημειωθεί. Δείχνει ότι ένας κόσμος – διαφόρων ηλικιών, φύλου, μορφώσεως, επαγγέλματος κ.λπ. – ενδιαφέρεται για την καταγωγή των λέξεων που χρησιμοποιούμε : τι σήμαιναν αρχικά, πώς, πότε και από ποιον πλάστηκε αυτή ή εκείνη η λέξη, αν είναι αρχαία ή νέα, αν είναι ελληνική ή προήλθε από μια ξένη γλώσσα και ποια κ.λπ. Χωρίς πάντοτε να το συνειδητοποιεί αυτός ο κόσμος ενδιαφέρεται για ό,τι ονομάζουμε ετυμολογία των λέξεων ή με ό,τι συνδέεται άμεσα μ’ αυτήν, με την ιστορία των λέξεων. Στις γραμμές που ακολουθούν θα προσπαθήσω να θίξω τι σημαίνει γλωσσολογικά αυτό το ενδιαφέρον και πως μπορεί να αξιοποιηθεί για μια καλύτερη επαφή με τον γλωσσικό μας πολιτισμό.

   Κάθε ανθρώπινη γλώσσα μπορεί να προσεγγισθεί από δύο πλευρές, τη διαχρονική και τη συγχρονική. Στην πρώτη – και σε σχέση πάντοτε με το θέμα μας – ενδιαφέρουν η δημιουργία των λέξεων, η εξέλιξή τους και η σχέση τους με άλλες λέξεις γλωσσών τής ίδιας κυρίως ή και άλλης οικογένειας. Στη δεύτερη ενδιαφέρει η σύγχρονη, και εν προκειμένω η σημερινή, υπόσταση των λέξεων σε σχέση με άλλες λέξεις τής ίδιας γλώσσας, με τις οποίες συναπαρτίζουν γλωσσικά σύνολα ή υποσύνολα διά των γλωσσικών μηχανισμών τής παραγωγής και τής σύνθεσης («ετυμολογικά πεδία»). Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ομάδες ομορρίζων λέξεων, ομορρίζων κοινής καταγωγής με λέξεις συγγενών γλωσσών και ομόρριζων κατά τον σχηματισμό τους ως παράγωγα και σύνθετα μιας λέξης.

          Παραδείγματα διαχρονικής και συγχρονικής ετυμολογικής συγγένειας (όπως την ορίσαμε εδώ). Από μια αρχική ρίζα *legh- (ελλην. λεχ-) με βασική σημασία «κείμαι, ξαπλώνω» έχουμε στην Ελληνική τις λέξεις λεχώνα, λοχεία, λόχος («τόπος όπου πλαγιάζει κανείς» – «τόπος αναμονής – ενέδρα» – «στρατιωτικό σώμα για ενέδρα» – «στρατιωτικό σώμα»), ελλοχεύω, λέσχη («κοιτώνας» – «δημόσιος τόπος συναντήσεων – εντευκτήριο»). Από την ίδια ρίζα έχουμε τα ξένα: λατ. lectus «κρεβάτι» (απ’ όπου και το γαλλ. lit), αγγλ. lie «κείμαι» και γερμ. liegen, αρχ. σκανδιναβ. lag(u)-, απ’ όπου το αγγλ.law «νόμος» (αρχική σημ. «αυτό που έχει τεθεί και αποτελεί κείμενο», ανάλογο προς το γερμ. Gesetz «νόμος», από το ρήμα setzen «θέτω»).

          Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αρχική ρίζα (s)ker- (ελλην. κερ-) με βασική σημασία «κόβω – δρέπω». Από αυτήν τα ελλην. κέρμα, κορμός και κορμί, κουρά, κουρεύω, κουράζω (αρχ. σημασία «τιμωρώ με κούρεμα»), καρπός, εγκάρσιος, κρίνω (αρχική σημασία «κόβω σε κομμάτια και τα διαχωρίζω») και πολλά ξένα όπως λ.χ.λατ. curtus (απ’ όπου γαλλ. court), αγγλ. short «κοντός», shear «κόβω – κουρεύω, share «μοιράζω», shirt «πουκάμισο», skirt «φούστα», sharp «αιχμηρός», ακόμη και score « εγκοπές σε ξύλο για μέτρηση» (απ’ όπου το ελλην. σκορ). Κι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ετυμολογικού πεδίου: τα παράγωγα και τα σύνθετα τού φίλος. Μερικά παράγωγα: φιλία, φιλώ, φιλικός, φιλαράκος, φίλτρο (μητρικό), φιλαινάδα, φιλεύω, φίλτατος. Μερικά σύνθετα : φιλ(ο)- φίλαθλος, φιλαλήθης, φιλάνθρωπος, φιλάργυρος, φιλάσθενος, φιλειρηνικός, φιλελεύθερος, φιλέλληνας, φιλεύσπλαχνος, φιλήσυχος, Φίλιππος, – φιλόδοξος, φιλόζωος, φιλοδωρώ, φιλόλογος, , φιλονικώ, φιλόξενος,, φιλόσοφος, , φιλοτελισμός, φιλόμουσος, φιλοτεχνώ, φιλότιμος, φιλοχρήματος – -φιλος άφιλος, βιβλιόφιλος, ομοφυλόφυλος, υδρόφιλος, θεατρόφιλος

          Αυτή η ετυμολογική πλευρά προσέγγισης, αίσθησης και διδασκαλίας τής γλώσσας δίνει νέες δυνατότητες στην κατανόηση αλλά και στην εμβάθυνση και την απόλαυση, θα έλεγα, τής γλώσσας. Μέσα απ’ αυτή καταλαβαίνει κανείς (χωρίς πολλές θεωρητικές αναλύσεις) τον συστημικό χαρακτήρα τής γλώσσας : ότι σε κάθε ανθρώπινη γλώσσα δεν υπάρχουν αποκομμένες λέξεις ή γλωσσικά σοιχεία. Όλα συνέχονται σε σύνολα και υποσύνολα, ώστε να είναι δυνατή η εκμάθηση και η ταχύτατη ανάκλησή τους στην επικοινωνία.. Η λέξη κλίνω λ.χ. εντάσσεται σ’ ένα πεδίο ομορρίζων με σημείο εκκίνησης τη βασική τους σημασία : κλίση, επικλινής, κεκλιμένος, κλιτύς, κλίτος, κλίμα («κλίση, κατωφέρεια εδάφους» – «ζώνη γης, περιοχή» – «οι καιρικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν μια περιοχή»), κλίμακα, κλιμάκιο, κλιματισμός, κλιμακτήριος, κλίνη, κλινικός, κλινήρης,, αποκλίνω (απόκλιση), συγκλίνω, παρεκκλίνω, υποκλίνομαι, έγλίσεις, κατάκλιση κ.ά.

          Αν αξιοποιούσαμε με συστηματικό τρόπο στο σχολείο (βιβλία, λεξικά, κείμενα) την ετυμολογία, πόσα πράγματα δεν θα φωτίζονταν στη γλώσσα, πόσο βάθος και εύρος θα αποκτούσαν οι λέξεις και πόσο ενδιαφέρον για τους μαθητές. Τότε θα ένιωθε ο μαθητής – με ευχάριστη, αποκαλυπτική και δημιουργική έκπληξη – ότι το εξέχω έδωσε τα εξοχή, έξοχος και κατ’ εξοχήν∙ το προβάλλω το πρόβλημα (ό,τι μπαίνει μπροστά ως εμπόδιο και πρέπει να ξεπεραστεί) και την προβλήτα (ακτή)∙ το προβαίνω την πρόβαση και τα πρόβατα (που σήμαιναν σκόμη και «την κινητή περιουσία» σε αντίθεση με τα κειμήλια – από το κείμαι – που ήταν «η ακίνητη περιουσία»)∙ ότι το χάος (μέσω τού λατ. chaos και τού γαλλ. gaz) έδωσε το γκάζι∙ η γραμματική (μέσω των αγγλ. grammar, glammar και glamour) επέστρεψε ως γκλάμουρ και γκλαμουριά∙ ότι το ύπνος έδωσε το έξ-υπνος και το ξύπνιος, ενώ το εγείρομαι («σηκώνομαι από τον ύπνο») έδωσε μέσω τού παρακειμένου εγρήγορα το (ε)γρήγορος και το εγρήγορση∙ ότι το ποινή (μέσω των λατ. poena, poenalis, poenalitas και τού αγγλ. penalty ) επέστρεψε ως πέναλτι κ.λπ. κ.λπ.
Τελικά πιστεύω ότι μια τέτοια θεώρηση τής γλώσσας από τη σκοπιά τής ετυμολογίας μάς αποκαλύπτει τον κόσμο μας, τη σκέψη μας, την ιστορία μας και, πάνω απ’ όλα, τον πολιτισμό μας.

 

Το Βήμα: Επιφυλλίδες, σ. 93, 07/02/2010

Καλάθι αγορών
Scroll to Top