Ο γλωσσικός μας πολιτισμός

* Η ενασχόληση με τις λέξεις είναι μια συνάντηση και γνωριμία με τις έννοιες τής γλώσσας

 Κάθε πολιτισμός είναι, από τη φύση του, πολυσχιδής. Δεν είναι μόνο ότι περιλαμβάνει δύο άξονες – τον υλικοτεχνικό και τον πνευματικό – αλλά και γύρω από αυτούς αναπτύσσει ποικίλες μορφές. Έτσι, εντός και παράλληλα προς τον υλικοτεχνικό πολιτισμό (Civilization) και τον πνευματικό (Culture) αναπτύσσονται ομόκεντροι κύκλοι που, ως προς τον πνευματικό πολιτισμό, περιλαμβάνουν γλώσσα, ιστορία, θρησκεία, παιδεία, τέχνες και επιστήμες. Αυτό επιτρέπει να μιλάμε για τον χριστιανικό πολιτισμό και τον πολιτισμό τού Ισλάμ, λ.χ., για τον πολιτισμό σε έργα αρχιτεκτονικής, για τον εικαστικό πολιτισμό μιας χώρας, για τον νομικό ή τον πολιτικό μας πολιτισμό κ.ο.κ. Επομένως, κατ’ εξοχήν δικαιούται κανείς να μιλάει και για γλωσσικό πολιτισμό: την ιστορία, τις επιδράσεις, τις μορφές που πήρε η γλώσσα μας και το μέγεθος τής συμβολής της στην παιδεία και στην όλη καλλιέργεια τής χώρας.

Ο γλωσσικός πολιτισμός τής Ελλάδας ειδικότερα ευτύχησε σε τρία πεδία: α) Γεννήθηκαν στον τόπο μας μεγάλα πνεύματα που μαζί με τον δυνατό στοχασμό τους ανέπτυξαν και μια καλλιεργημένη γλώσσα που να τον εκφράζει, β) Επινοήθηκε και αναπτύχθηκε ένα εξαιρετικά οικονομικό και λειτουργικό σύστημα γραφής (ελληνικό αλφάβητο) με το οποίο καταγράφηκε και διασώθηκε σε γραπτά κείμενα μεγάλο μέρος τής ελληνικής πνευματικής παραγωγής, γ) Γνώρισε σπουδαία (αν όχι μοναδική) συνέχεια αφού η ίδια η γλώσσα, η Ελληνική, στον ίδιο (για μερικούς αιώνες και σε πολύ ευρύτερο) χώρο, την Ελλάδα, από τον ίδιο λαό, τους Έλληνες, μιλήθηκε χωρίς διακοπή επί 40 αιώνες και γράφτηκε επί 32 αιώνες (με μοναδικό χάσμα την περίοδο 12ο-8ο αι. π.Χ.). Και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά (ποιότητα σκέψης – γραπτή παράδοση – συνέχεια) εξασφάλισαν για τον γλωσσικό πολιτισμό μας μια ξεχωριστή θέση που είναι μαζί η δύναμη και η αδυναμία μας. Δύναμη λόγω τού γλωσσικού πλούτου που μας προσπορίζει, αδυναμία λόγω τής υποχρέωσής μας να κατακτήσουμε και να αξιοποιήσουμε αυτόν τον πολιτισμό.

Πόσο γνωρίζουμε, λοιπόν, πόσο αξιοποιούμε και πόσο προάγουμε αυτή τη διάσταση τού πολιτισμού μας; Διδάσκουμε σωστά – που θα πει δημιουργικά – στο σχολείο τον γλωσσικό μας πολιτισμό; Έχουν μια εξοικείωση οι μαθητές μας με τον αρχαίο λόγο (πεζογραφία), με την «παγκοσμιοποιημένη» (για την εποχή της) Αλεξανδρινή Κοινή, με τη γλώσσα τού Ευαγγελίου, τα κείμενα των Βυζαντινών (χρονογράφων, υμνογράφων κ.λπ.) και τη νεότερη λόγια παράδοσή μας και, βεβαίως, με τα δημώδη κείμενά μας (τραγούδια, λογοτεχνία); Γενικότερα, βιώνουν μέσα από τα κείμενα – και όχι πληροφοριακά – τη γλωσσική διαχρονία τής Ελληνικής; Κατανοούν την εξέλιξή της και τη σχέση των παλιότερων και των σύγχρονων Ελληνικών και σε δομικό (φωνολογικό, γραμματικό και συντακτικό) επίπεδο; Έχουν από μόνοι τους, ανευρετικά και ανακαλυπτικά, την ευκαιρία να βιώσουν τις ομοιότητες και τις διαφορές στα διάφορα χρονικά επίπεδα τής γλώσσας μας; Και μια που μαθαίνουν (ευτυχώς) τόσες ξένες γλώσσες και μάλιστα Αγγλικά τούς δίνουμε την ευκαιρία να νιώσουν ποια είναι, λ.χ., η παρουσία τής Ελληνικής στη γλώσσα αυτή;
Γιατί, θα το πω και μ’ αυτή την ευκαιρία, η ενασχόληση (ιδίως των νέων) με τις λέξεις δεν είναι ένα παιχνίδι με τις λέξεις για τις λέξεις, αλλά μια συνάντηση και γνωριμία με τις έννοιες τής γλώσσας, αυτές που συνιστούν τα νοήματα και συγκροτούν, τελικά, τη σκέψη μας και την όλη νοητική μας λειτουργία. Οσο καλύτερα, δηλαδή ευρύτερα, βαθύτερα και πληρέστερα, γνωρίζουμε τον γλωσσικό πολιτισμό μας, τον κόσμο τής γλώσσας μας ανά τους αιώνες στις πολλαπλές δηλώσεις και σχέσεις του (κοινωνικές, πολιτικές, πνευματικές, επιστημονικές, παιδευτικές) τόσο περισσότερο ακονίζουμε το μυαλό μας, καλλιεργούμε τη γλωσσική μας ικανότητα και ευαισθητοποιούμαστε απέναντι στην αξιακή λειτουργία τής γλώσσας. Με άλλα λόγια, δεν μελετούμε τη γλώσσα για τη γλώσσα, αλλά για ν’ ανακαλύπτουμε με αυτή και μέσα απ’ αυτήν έναν άλλο, πολύ ευρύτερο κόσμο, τον πνευματικό πολιτισμό ενός λαού στην ιστορική του διαδρομή που μέσα από τη γλώσσα – τις λέξεις, τις φράσεις, τις λεκτικές δυνατότητες από την ποικιλία των γραμματικοσυντακτικών δομών – και συγχρόνως μέσα από την πραγμάτωσή της σε κείμενα πάσης μορφής μάς αποκαλύπτεται με τον πιο ουσιαστικό, άμεσο και ανάγλυφο τρόπο.

Τέλος, η οικείωση τού γλωσσικού πολιτισμού, όπως κάθε γνώση των μορφών ενός πολιτισμού – και περισσότερο ίσως από τη γνώση άλλων μορφών πολιτισμού λόγω τού ιδιάζοντος χαρακτήρα τής γλώσσας -, οδηγεί σε αυτογνωσία και συνείδηση πολιτισμικής καταγωγής, αφού η γλώσσα είναι κύριο συστατικό ταυτότητας, χωρίς να είναι και το μόνο. Έτσι η γνώση και η συνείδηση τού γλωσσικού πολιτισμού γίνεται ισχυρή εσωτερική δύναμη για να αντιπαλέψει κανείς όψεις αλλοτρίωσης, όπως είναι λ.χ. η γλωσσική παγκοσμιοποίηση με την κυριαρχία μιας και μόνης ξένης επικοινωνιακής γλώσσας. Γιατί αυτομάτως η γνώση και ο σεβασμός κάθε γλωσσικού πολιτισμού οδηγούν και ενισχύουν τη γλωσσική πολυμορφία, τη γλωσσική διαφορετικότητα και διαφοροποίηση, σέβονται δηλαδή την οικολογία τής γλώσσας, εξίσου σεβαστή και σημαντική όπως η οικολογία τής φύσης ή η οικολογία τού ανθρώπου. Η γλώσσα ήταν και είναι όχημα αλλά συγχρόνως και φορέας και δημιουργός πολιτισμού.

 

Το Βήμα: Νέες Εποχές, σ. 55, 1/4/2007

Καλάθι αγορών
Scroll to Top