Ετυμολογία : η αλήθεια των λέξεων

Όσο είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος έχει μια φυσική τάση προς τη γνώση («φύσει τού ειδέναι ορέγεται»), άλλο τόσο αληθεύει ότι όλοι μας έχουμε την τάση να αναζητούμε την προέλευση των λέξεων τής γλώσσας μας, την αρχική τους σημασία. Οι περισσότεροι άνθρωποι, με διάφορες ευκαιρίες, ετυμολογούν ή συνήθως (από έλλειψη ειδικών γνώσεων) παρ-ετυμολογούν λέξεις: υποθέτουν, διερωτώνται ή και αποφαίνονται για την προέλευση αυτής ή εκείνης τής λέξης. Με άλλα λόγια, μιλούν εμπειρικά για το έτυμο μιας λέξης.

Ήδη από τον 1ο αιώνα π.Χ. παραδίδεται (από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη) ότι έτυμον είναι «η αληθής σημασία μιας λέξεως σύμφωνα με την προέλευσή της». Η λέξη έτυμον ως όρος προέρχεται από το επίθετο έτυμος που σήμαινε «αληθής» και χρησιμοποιείται ήδη στον Όμηρο: «ψεύσομαι, ή έτυμον ερέω;». Η λέξη είναι από την ίδια ρίζα μ’ ένα άλλο επίσης ομηρικό επίθετο, το ετεός, που σημαίνει επίσης «αληθινός, γνήσιος». Από αυτό είναι το όνομα Ετεο-κλής (που παραδίδεται ήδη σε πινακίδα τής μυκηναϊκής Γραμμικής γραφής Β) καθώς και άλλα σύνθετα όπως το Ετεό-κρητες (γνήσιοι, αυτόχθονες Κρήτες) στον Όμηρο. Από ένα ομόρριζο επίθετο ετός τής ίδιας σημασίας προήλθε το ρήμα ετάζω που είναι και σήμερα εν χρήσει ως εξ-ετάζω με αρχική σημασία «αναζητώ την αλήθεια – ερευνώ λεπτομερώς». Ολόκληρη λοιπόν η οικογένεια αυτών των λέξεων και ιδιαίτερα η λέξη έτυμον δηλώνουν την αναζήτηση τής αλήθειας των λέξεων, δηλαδή την ιχνηλάτηση τής προέλευσής τους, που ταυτίζεται με τη σημασία εκκίνησης ή προέλευσης τής λέξης, την πρώτη ή αληθινή ή βασική ή ετυμολογική σημασία.

Αυτή η περιπέτεια τής αναζήτησης τής αλήθειας των λέξεων, δηλαδή η προσπάθεια ετυμολόγησής τους, από τις αρχές τού 19ου αιώνα με την ίδρυση τής επιστήμης τής (ιστορικοσυγκριτικής) Γλωσσολογίας αποκτά επιστημονικό χαρακτήρα, δηλαδή ασκείται με μεθόδους έγκυρης αναγωγής στην αρχική (ή παλαιότερη δυνατή) μορφή και σημασία τής λέξης. Η αναζήτηση τής αλήθειας των λέξεων, μορφικής και σημασιολογικής, γίνεται έκτοτε κατά κανόνα επιστημονικά αξιόπιστη.

Η αναζήτηση τής αλήθειας των λέξεων (με την έννοια που εξηγήσαμε) είναι ιδιαίτερα ελκυστική στην ετυμολογική έρευνα τής ελληνικής γλώσσας, λόγω τής μακραίωνης παράδοσής της, που επιφυλάσσει εκπλήξεις. Μιλώντας για την αλήθεια, λ.χ., ας δούμε την ετυμολογική της προέλευση. Το επίθετο αληθής (απ’ όπου η αλήθεια) προήλθε από το στερητικό α- και –λήθος, το («λήθη») ή την ίδια τη λέξη λήθη: α-ληθής επομένως ήταν αρχικά «αυτός που δεν μπορεί να περάσει στη λήθη, να λησμονηθεί ή να αποκρυβεί», άρα «αυτός που δεν λανθάνει, δεν υποκρύπτεται, αλλά είναι εμφανής, απτός, πραγματικός, αληθινός». Επ’ ευκαιρία, ας σημειωθεί ότι η αρχαιότατη (ήδη στον Όμηρο) λέξη αληθής και αλήθεια δεν προέρχεται από την ομόρριζη λέξη λάθος, η οποία εμφανίζεται πολύ αργά (στους μεταγενέστερους χρόνους).

Η αναζήτηση τής αλήθειας των λέξεων, η ετυμολογία είναι παράλληλα και μια ιστορική αναδρομή στις λέξεις, μια ιστορία των λέξεων. Ο Έλληνας ομιλητής δεν χρειάζεται ειδικές γνώσεις (τις αναγκαίες ιστορικές πληροφορίες μπορεί να τις αναζητήσει) για να καταλάβει λ.χ. ότι η λέξη γραμματική, ενώ αναφέρεται σε ολόκληρη τη δομή τής γλώσσας την οποία έχει σκοπό να περιγράψει, ξεκινάει ως μελέτη και περιγραφή των «γραμμάτων, τού γραπτού λόγου, των γραπτών κειμένων» (και όχι τού προφορικού λόγου). Όπως η ίδια η λέξη σύνταξη είναι φανερό ότι προσδιορίζει τους τρόπους που συν-τάσσονται, που «τίθενται μαζί» οι λέξεις, για να απαρτισθεί λόγος, ομιλία. Οι έννοιες τού κόπου, τής κοπιαστικής εργασίας και μάλιστα τής χειρωνακτικής, που δηλώνονταν στην αρχαία περίοδο τής γλώσσας μας με τις λέξεις πόνος και μόχθος οδήγησαν (με μια υποτιμητική στάση των αρχαίων Αθηναίων προς τη χειρωνακτική κοπιώδη εργασία η οποία αντιστρατεύεται τη σχόλη, τον ελεύθερο χρόνο που οδηγεί σε αξιοποιήσεις, όπως εκείνη τής σχολής και τού σχολείου ως ευκαιριών παιδείας) στις κακόσημες λέξεις πονηρός και μοχθηρός. Όπως και οι σκληρές προσπάθειες που καταβάλλει ο αθλητής, ο διεκδικητής τού έπαθλου, τού βραβείου, τού άθλου, τον εμφανίζουν ως αξιολύπητο ή και ως εξαθλιωμένο, δηλαδή ως άθλιο. Ενώ η ένταση, ο ανταγωνισμός και η διεκδίκηση τής νίκης γεννά τη λέξη αγωνία από το αγών(ας). Το άστυ ξεκινάει ως η κατεξοχήν δήλωση «τού οργανωμένου χώρου κατοικίας», εκεί που μένουν οι αστοί, αναπτύσσοντας και αντίστοιχη νοοτροπία που οδηγεί σε μια ελευθεριότητα στην έκφραση και στην επικοινωνία των αστών, στο αστ-είος (απ’ όπου το αστείο) ενώ η λέξη πόλις είναι το κράτος-πόλις, η πολιτική έκφανση τού χώρου διαβίωσης (πολίτης =ο έχων πολιτικά δικαιώματα), ξεκινώντας από τη σημασία «οχυρό, φρούριο», που διαπιστώνεται στην αρχική σημασία τού ακρόπολις (<άκρα πόλις, η υψηλά σε λόφο κτισμένη, η οχυρωμένη πόλη, η πόλη-φρούριο, το οχυρό).

Ιδιαίτερα δηλωτική από πλευράς «τής αλήθειας», τής αρχικής σημασίας των λέξεων είναι τα ρήματα τα σύνθετα με προθέσεις. Η διαφάνεια που προσδίδει στη λέξη η ποικιλία των προθέσεων φωτίζει, κατά κανόνα, την τελική σημασία και χρήση τής λέξης· αληθινά σε συναρπάζει, σε συγ-κλονίζει, σε συν-έχει, σε συνε-παίρνει αλλά και σε συντροφεύει (συν-τροφος), σε συνοδεύει (συν + οδός) και σε συν-τρέχει, έστω κι αν καμιά φορά σε συν-θλίβει, η αγωνία τής αλήθειας με ό,τι αυτό συν-επάγεται.

 

Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 2 Φεβρουαρίου 2003

Καλάθι αγορών
Scroll to Top